
Steve Jones: Φωτιά και Βενζίνη. Ασύδοτες ημέρες και νύχτες ενός Original Pistol
1981. Ο 26χρονος Steve Jones, που, μετά τους Sex Pistols πασχίζει να στεριώσει στο μουσικό σχήμα των Professionals συλλαμβάνεται στο Λονδίνο με μερικά γραμμάρια ηρωίνης στο αυτοκίνητό του.
Με μια ακόμη ποινική εκκρεμότητα να μπαίνει στο αμαυρωμένο του ποινικό μητρώο, το πανκ να έχει πεθάνει στην αγγλική μουσική σκηνή («όπου και να πήγαινες έβλεπες όλο Human League και Adam & The Ants»), δε βλέπει την ώρα να την κάνει για αλλού. Ήδη έχει φτάσει στο σημείο του να πουλάει τις κιθάρες του για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα ψιλά για να προμηθευτεί την καθημερινή ποσότητα ηρωίνης που έχει ανάγκη. Σημείο αρκετά ανησυχητικό από μόνο του.
Φεύγει με τους Professionals για μια σειρά από εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη. Το πράγμα πηγαίνει άπατο και κείνος αποφασίζει ότι θα συζήσει με μια γκόμενα της μιας βραδιάς και δε θα γυρίσει πίσω ξανά. Από τα πρώτα πράγματα που κάνει είναι να πουλήσει για 80 δολλάρια το διαβατήριό του – τόσα του χρειάζονταν για να πάρει τη δόση του.

«Δεν απολάμβανα να είμαι πρεζόνι. Δεν το έκανα μέρος από το παραμύθι μου, όπως ο Sid. Παρ’ όλα αυτά είχα γίνει ένα βρωμερό ζωύφιο που χωνόμουν παντού με μοναδικό σκοπό να βρω λίγα ψιλά για να πάρω τη δόση μου. Έκανα πράγματα που ντρέπομαι γι’ αυτά. Ωστόσο, το να κλέβω, ας πούμε, τσάντες από γκόμενες μέσα στα μπαρ δεν ήταν το ναδίρ των κατορθωμάτων τις μέρες μου ως πρεζόνι στη Νέα Υόρκη. Άλλο ήταν.
Μια φιλενάδα μου, ζούσε, πριν τη διαφθείρω, μ’ έναν γνωστό ροκ φωτογράφο. Όταν πλέον μπήκε κι αυτή στην πρέζα, ανοίξαμε το διαμέρισμά του και κλέψαμε εκατοντάδες φωτογραφίες διαστάσεων 8x10 που είχαν πάνω μπάντες. Τις είχε τραβήξει εκείνος. Τίποτε ιδιαίτερο, συνηθισμένες φωτογραφίες απ’ αυτές που προορίζονται να μπουν σε εφημερίδες και περιοδικά. Τις πήραμε λοιπόν και πηγαίναμε να τις πουλήσουμε για πενταροδεκάρες σε περαστικούς, στο δρόμο, για να μαζέψουμε λεφτά για τη δόση μας.
Καταλαβαίνεις πόσο έχεις ξεφτιλιστεί, όταν οι πιθανότητες επιβίωσής σου εξαρτώνται απόλυτα από το αν και κατά πόσο θα σπρώξεις σ’ έναν άγνωστο μια φωτογραφία 8x10 της μπάντας Heart για μερικά σεντς. Έσφιγγα τα δόντια κι ευχόμουν μην πέσω σε κανένα που θα μ’ αναγνωρίσει. Το μόνο που ήθελα ήτανε να βρω πράμα να φτιαχτώ.
«Όταν το καλοκαίρι του ’82 φτιάξαμε τους Chequered Past, αυτό ήταν που θέλαμε όλοι. Ήμασταν ο Michael Des Barres από τους Detective, οι Nigel Harrison και Clem Burke από τους Blondie, o Τony Sales από τη μπάντα του Iggy Pop, κι εγώ. Οι περισσότεροι έμεναν στην Καλιφόρνια, οπότε όταν έπεσε η πρόταση να μεταφέρουμε τη βάση μας μας εκεί, μου πήρε σχεδόν τρία δευτερόλεπτα για να πω και γω “ναι”».
Στην Καλιφόρνια οι νύχτες ήταν πολύ ζεστές και οι άνθρωποι καταδεκτικοί, μια πολύ ευχάριστη αλλαγή σε σχέση με τα πισώπλατα μαχαιρώματα του Λονδίνου και τη σκοτεινιά της Νέας Υόρκης. Τις πρώτες μέρες στο L.A. κατάφερα να βγάλω μια γκόμενα που είχε σπίτι με πισίνα στο Beverly Glen. Είχε μια παλιά Cadillac convertible του ’60. Μια βραδιά είχαμε πάει σ’ ένα drive – inκαι μετά, επιστρέφοντας από τη λεωφόρο του SanBernardino, θυμάμαι να κάθομαι στη θέση του συνοδηγού, να κάνω ένα joint, με τον αέρα να με χτυπά στο πρόσωπο και να σκέφτομαι : “Αυτό είναι παράδεισος”. Από τότε που έβλεπα την εκπομπή CHiPs στην τηλεόραση, με τους δύο αστυνομικούς πάνω στις μηχανές, το είχα σκεφτεί, τί ωραία που θα ήταν να ζούσα στην Καλιφόρνια. Και γαμώ τις μεγάλες λεωφόρους, τις μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες, τα μεγάλα βυζιά. Την ψώνισα».
«Έμενα εδώ και κει με τον Nigel από την μπάντα. Όταν βαρέθηκα μετακόμισα με τον Michael Des Barres και τη γυναίκα του Pamela και το γιο τους Nick. Όταν μια μέρα βούταρα κάτι σπάνια lp των Beatles από τη δισκοθήκη Pamela και το ακριβό της δερμάτινο και τα σκότωσα στην πιάτσα για να τη δόση μου, το ανακάλυψαν και με πετάξαν έξω. Δε θέλανε ούτε ν’ ακούσουνε για μένα για χρόνια ολόκληρα. Ασφαλώς και δε μπορώ να τους κατηγορήσω».
«Δεν ήταν όμως ότι γάμαγα τη ζωή άλλων ανθρώπων, γάμαγα κυρίως τη δική μου. Όπως εκείνη τη φορά που έμεινα από υπερβολική δόση μέσα σ’ ένα sushi bar, γωνία La Cienega και Santa Monica Boulevard. Ήταν μια φάση ακριβώς όπως την περιγράφει ο Lou Reed στο “Waiting For The Man”. Ο άνθρωπος που θα μου έφερε το σταφ αργούσε – πάντα έτσι γίνεται, πράγματι - κι εγώ είχα αρχίσει να τρέμω σύγκορμος. Όταν τελικά εμφανίζεται, μπαίνω αμέσως στην τουαλέτα, κάθομαι πάνω στο κλειστό καπάκι, βαράω και με το που νιώθω την ηρωίνη στις φλέβες μου, γλυστράω και πέφτω αναίσθητος στο δάπεδο. Ένας θαμώνας παρατήρησε το πόδι μου να εξέχει κάτω από την πόρτα και κάλεσε το προσωπικό να με μαζέψει. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι αμυδρά είναι τους νοσοκόμους να έχουν πέσει πάνω μου και να μου κάνουν ηλεκτροσόκ για να με επαναφέρουν. Το χειρώτερο απ’ όλα; Με το πού βγήκα από το νοσοκομείο, πήγα αμέσως να βρώ να σουτάρω ξανά».
Ο Steve Jones κάνει την πρώτη του σοβαρή απόπειρα να καθαρίσει το 1985. Δίνει πενήντα δολλαρια – δεν περνάνε απ’ το χέρι του και πολλά παραπάνω- και μπαίνει για δύο βδομάδες σ’ ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην Tarzana. Εκεί για πρώτη φορά μαθαίνει να μιλά γι’ αυτό που του συμβαίνει. Συμμετέχει σε πρόγραμμα ομαδικής θεραπείας, του χορηγείται μεθαδόνη και βρίσκει για κανέναν χρόνο σταθερό κατάλυμμα, αφού ένας απ’ αυτούς που παρακολουθούν το πρόγραμμα, προσφέρεται να του νοικιάσει τον καναπέ και μερικά τετραγωνικά απ’ το καθιστικό του, σ’ ένα διαμέρισμα, γωνία 3rd Street & Gardner. Για νa μπορεί να του δίνει το ενοίκιο, ξεκινά να καταθέτει ό,τι πολυτιμώτερο παράγει ο οργανισμός του σε μια τράπεζα σπέρματος για πενήντα δολλάρια τη φορά. Καθώς προσπαθεί να βγάλει από τον οργανισμό του τη ντρόγκα, γνωρίζει, για πρώτη φορά νηφάλιος, πώς είναι να σε αδειάζει μια γυναίκα.
«Με τη Nina Huang σχεδόν συζούσαμε. Είχε μόλις καθαρίσει κι αυτή. Ακολουθούσαμε κι οι δύο το πρόγραμμα των “12 βημάτων” για να κρατηθούμε καθαροί, μικροί και απτοί στόχοι σε ένα καθημερινό πρόγραμμα, για τους οποίους εργάζεσαι διαρκώς. Και τότε ο θεραπευτής της είχε τη φαεινή ιδέα να μου αναφέρει ότι η Nina πηδήχτηκε μ’ έναν πασίγνωστο ηθοποιό του Χόλλυγουντ που προτιμώ να μην αναφέρω. Αυτό με ισοπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να αντιμετωπίσω νηφάλιος τις συνέπειες που μέχρι τότε προκαλούσα εγώ σε άλλους ανθρώπους με τη συμπεριφορά μου. Έπρεπε να βρω τρόπο να το αντιμετωπίσω και ταυτόχρονα να μείνω μακριά απ’ την ηρωίνη».
Ήμουν αποφασισμένος να βάλω τον εαυτό μου σε τάξη. Να κάνω ό,τι χρειαζόταν για να μη σκαλώσει πουθενά αυτή η συμφωνία. Τα κατάφερα. Λίγους μήνες πριν ήμουν ένα τελειωμένο πρεζάκι και τώρα έχτιζα αργά αλλά σταθερά μια καινούρια ζωή. Ο Andy είχε αγοράσει μερικά σπίτια στην περιοχή του L.A. κι ένα απ’ αυτά, δίπλα στο ξενοδοχείο Hyatt μου τό' δωσε για να μένω. Τα νέα ότι τα κατάφερα καλά σε δύο δουλειές κυκλοφόρησαν γρήγορα. Ο Danny Goldberg, συνεργάτης των Zeppelin στα ‘70s μου πρότεινε να υπογράψω συμβόλαιο με την MCA».
Έτσι έρχεται τον Ιούνιο του ’87 το “Mercy”. Συνδυάζοντας μια απροσδόκητα ευαίσθητη φωνητική ερμηνεία, κάτι σαν Elvis του King’s Road με ελαφρά βρογχοπνευμονία και κομμάτια που παρ’ ότι σταμπαρισμένα με τον χαρακτηριστικό κοφτό του ήχο περιλαμβάνουν μπαλάντες και A.O.R. ασκήσεις, είναι ένα άλμπουμ που, παρ’ ότι δεν κάνει εμπορική αίσθηση, ξαναβάζει τον Jones στο προσκήνιο. Το ομώνυμο κομμάτι του ακούγεται στην δημοφιλή τηλεοπτική σειρά “Miami Vice” και μπαίνει στο δίσκο με το σάουντρακ της δεύτερης σαιζόν, ένα δεύτερο, τo “Pleasure & Pain” βρίσκεται στο soundtrack της ταινίας “Sid & Nancy” που έχει γυριστεί για τη ζωή του Sid Vicious, ένα τρίτο (“With You Or Without You”) στην mainstream χολλυγουντιανή κωμωδία “Something Wild”, με τη Melanie Griffith.
«Όσο περήφανος ήμουν που κατόρθωσα κι έγραψα έναν ολόκληρο δικό μου δίσκο εντελώς καθαρός, τόσο τρομοκρατημένος ήμουν στο ενδεχόμενο να πατήσω πάνω στη σκηνή χωρίς να έχω ρίξει μέσα μου ούτε ένα pint. Έτρεμα, πίστευα ότι είναι αδύνατο να τα βγάλω πέρα. Η εντύπωση ότι παίζεις καλύτερα όταν είσαι φτιαγμένος είναι απατηλή. Μπορεί μεν στα δικά σου αυτιά να ακούγεσαι καλύτερος, όμως το ότι είσαι φτιαγμένος σημαίνει εξαρχής ότι δεν είσαι και αξιόπιστος στην κρίση σου. Αν θέλεις να μάθεις πώς πραγματικά ακούγεσαι όταν παίζεις μουσική, δοκίμασε ν’ ακούσεις τον εαυτό σου νηφάλιος. Θα πρέπει να ήμουν περίπου 60 μέρες καθαρός όταν άρχισα να παίζω ζωντανά με κάτι άλλους μουσικούς. Είχαν κι αυτοί μόλις καθαρίσει και βρισκόμασταν σ’ ένα μέρος που παλιά λεγόταν Central και τώρα είχε αλλάξει όνομα και λεγόταν Viper Room».
Με τις πρώτες επιταγές από τα συνθετικά δικαιώματα, για πρώτη φορά ο Jones έχει την ευκαιρία να νοικιάσει διαμέρισμα στο όνομά του, στους λόφους του Χόλλυγουντ. Βγάζει προσωρινό διαβατήριο, άδεια οδήγησης και αποφασίζει να βρει χρόνο για πρώτη φορά να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Είναι 32 χρόνων και δεν έχει τελειώσει ούτε τη βασική εκπαίδευση. Το γεγονός ότι με δυσκολία αναμετράται με ο,τιδήποτε περιλαμβάνει γραπτό λόγο έχει υπάρξει σε όλη του τη ζωή μια πηγή ανασφάλειας, την οποία ως τότε αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο όπως και τις άλλες -και είχε σ’ όλη του τη ζωή πολλές: το κενό ενός πατέρα που τον εγκατέλειψε, το ξύλο από τους σκίνχεντς στις βρωμερές γειτονιές του Λονδίνου, την κλεπτομανία που τον μόλυνε από προέφηβο: Αποδρώντας στην μιερή αγκαλιά της ντρόγκας και στο μέχρις αναισθησίας μεθύσι. Όμως, αυτή τη φορά, υπό συνεχή συμβουλευτική παρακολούθηση έχει βάλει σκοπό να καθαρίσει για καλά.
«Είχα το χρήμα ν’ αγοράσω μια Harley Davidson και το έκανα. Παρά την πειθαρχία που μου επέβαλε το πρόγραμμα που ακολουθούσα για να μείνω καθαρός, γούσταρα την ελευθερία που υπήρχε εκείνες τις μέρες στο L.A.. Οδηγούσα χωρίς κράνος στους λόφους του L.A.. και γυρόφερνα όλα τα στέκια του Sunset Strip. Ένα βράδυ σ’ ένα μπαρ της SunsetBoulevard πέφτω πάνω στον Mickey Rourke. Είχε κι αυτός μια Harley. Στην αρχή τσεκάραμε από μακριά ο ένας τον άλλο, με τον ίδιο τρόπο που μας μετράγανε με τα μάτια τα σκίνια στο Shepherd’s Bush δέκα χρόνια πριν. O Mickey δεν είναι και το καταλληλότερο άτομο για να κάνεις παρέα όταν είσαι σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης – εκείνος δεν ήταν ποτέ τύπος που θα ακολουθούσε πρόγραμμα με 12 βήματα και τέτοια –ποτέ όμως δεν τον είδα λιώμα όταν καβάλαγε μηχανές. Είχε αγοράσει κι ένα δικό του στέκι στο Beverly Hills, το Nicky And Joey’s. Συχνάζαμε εκεί και μέσα σε λίγες μέρες γίναμε πενήντα, όλοι με μηχανές. Δεν ήμασταν κανονικοί μηχανόβιοι, αμφιβάλλω αν κανείς από μας είχε γράψει 500 χιλιόμετρα στο κοντέρ. Posers του σαββατοκύριακου ήμασταν. Τις Παρασκευές το βράδυ βρισκόμασταν στο στέκι του Mickey, μετά πηγαίναμε σ’ ένα club που λεγόταν Vertigo. Παίρναμε την Olympic Boulevard κι οδηγούσαμε τις μηχανές μέχρι το τέρμα της. Βολτάραμε καβάλα στις μηχανές μας λες και το μέρος ήτανε όλο δικό μας. Αν το πράμα πήγαινε καλά, όλο και κάποια γκόμενα θα εντυπωσιάζαμε και θα ανέβαινε από πίσω μας, οπότε άνετα καβατζώναμε το σχετικό κοκό για μετά».
Η σχέση του Jones με τον Mickey Rourke γίνεται εκείνο το διάστημα αρκετά στενή, κάτι που δίνει και την εξήγηση πώς και πάλι το κομμάτι “Mercy” θα ακουστεί τέλη του ’88 στην για πολλούς καλύτερη ταινία του Mickey Rourke, το “Homeboy” του Michael Seresin. Στη σκηνή που ο αδυσώπητος απατεών και στησιματίας πυγμαχικών αγώνων που παίζει ο Christopher Walken ξεναγεί τον μποξέρ Johnny Walker –ο χαρακτήρας του Rourke- στο κωλόμπαρο που συχνάζει, το βλέμμα του τελευταίου στην περιρρέουσα παρακμή και ειδικά στο σιτεμένο και δυστυχές dancing girl στα παρασκήνια, με τη φωνή του Jones να λέει “Where is the love I’ve lost, where is the mercy and trust?” εξηγεί τον τσακισμένο από τις γροθιές της μοίρας πρωταγωνιστή ιδανικά.
«Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να δέχομαι τηλεφωνήματα για δουλειά. Σ’ ένα ήταν ο Bob Dylan. “Hey, Steve”, μου λέει, έτσι όπως μιλάει με τη μύτη. “Δε μαζεύεις καμιά μπάντα; Πέρνα απ’ τα Studios 3 στη Sunset να δούμε μπας και βγάλουμε τίποτα”. Παίρνω μαζί μου τον Paul Simonon των Clash. Οι μπάντα του τα είχε τινάξει τότε, κι εκείνος έπαιζε από δω κι από κει. Τα πηγαίναμε καλά, μας βγάλανε μάλιστα και κάτι ωραίες φωτογραφίες τους δυό μας με τις μηχανές μας και με ύφος James Dean. Πήγαμε και τζαμάραμε με τον Bobκαι με πολλούς άλλους μουσικούς, για ένα άλμπουμ που έβγαλε αργότερα, το “Down In The Groove”. Παρά τα όσα λένε γι’ αυτόν, ήταν ήπιος, συγκεντρωμένος και φάνηκε να δίνει σημασία στο τί έπαιζα. Ευτυχώς, βέβαια, που δεν εξαρτιόταν η ζωή μου από το να περιμένω να φτάσει στο κατώφλι μου καμιά επιταγή πνευματικών δικαιωμάτων για ό,τι συνεισέφερα σε κείνα τα σέσσιον. Γιατί δεν ήρθε ποτέ».
Την ίδια περίοδο, ανάμεσα σε 1987 και 1988, Ο Jones εμφανίζεται guest σε τηλεοπτικά σήριαλ, κάνει διαφημίσεις και παίζει το παιχνίδι σωστά. Ο Iggy Pop αποφασίζει να βασίσει το επόμενο άλμπουμ του, που θα πάρει τον τίτλο "Instict", πάνω στο σκληροτράχηλο ήχο της κιθάρας του, όμως ξέρει ότι δεν μπορεί να τον υπολογίζει σα μέλος της μπάντας που θα πάρει μαζί του την παγκόσμια περιοδεία του, εμφανίζεται όμως στο βίντεο κλιπ και στην τηλεοπτική εμφάνιση του Iggy στο “The David Letterman Show”. Η όλη biker φάση του Jones περνά στον ήχο που θέλει ο Iggy ώστε ν' ακούγεται σύγχρονος, σαν ένα κομμάτι ξερό μέταλλο, όπως ακριβώς λένε κι οι στίχοι του “Cold Metal”.
“Cold metal, in the afternoon
Sounds lovely, like a Hendrix tune
Cold metal, it's the father of beat
The mother of the street”
Γι’ αυτό και το lp “Fire And Gasoline” είναι όλα αυτά μαζί. Σεξ, μηχανές, κιθάρες, ξανά μηχανές, ξανά σεξ και ένταση στο τέρμα. Κάτι που γίνεται σαφές από το πρώτο κιόλας κομμάτι.
Ξερό backbeat και γδαρμένη πάνω στη Gibson πενιά, ηχογραφημένη πολλαπλασιαστικά, με κιθάρες πάνω σε κιθάρες, όπως τότε με το “Never Mind The Bollocks”. Η φωνή του Jones έρχεται πιο βαρβάτη κι από ολόκληρη την χορωδία της εθνικής ράγκμπυ της Νέας Ζηλανδίας:
“Αin’t got time to hang around, ain’ t got time to play no games - cos’ rock n’ roll is on my mind, I can’ t feel no pain”. “All I need is a shotgun heart – a crossfire lighting dance – I blow your mind in outer space – love don’t stand a chance”.
To κοφτό ριφ στρώνει χαλί σ’ ένα ρεφραίν ανατίναξη, κι ένα εσκεμμένο break δίνει τη θέση του στο αφηνιασμένο σόλο.
Το βίντεο κλιπ του “Freedom Fighter” βρίσκει τη θέση του στο μεταμεσονύκτιο rotation του MTV, δίπλα σε White Lion, D.A.D., Almighty και Steve Steven’s Atomic Playboys. Σκηνοθέτης του ο Julian Temple, παλιός γνώριμος του Jonesαπό τις μέρες των Pistols, που έχει φτιάξει και την ταινία “Sid & Nancy”.
Ο δίσκος, ένας καταιγισμός από βρώμικα Jones-ικά ριφ, gang φωνητικά, και oldschool πωρωτικά σόλο. Για να πάρει μορφή, πρόσωπα της σκηνής του L.A. που ο Jones συναντά καθημερινά, έχουν βάλει το χέρι τους. Την παραγωγή αναλαμβάνει ο ψημένος στο σκληρό ήχο Mark Dearnley, με τη βοήθεια του παραδομένου τα τελευταία χρόνια στην rockaria americana Ian Astbury των Cult. Στο “We’re No Saints” στίχους βάζει ο Nikki Six, στο με εφτακόσια κιλά σκλήθρα στην ταστιέρα “Trouble Maker” έχουν βοηθήσει ολόκληρος Angry Anderson με τους Rose Tattoo. Στο “Get Ready” λόγια έχει γράψει ο Ian Astbury και τα δύο σόλα τα ρίχνει ο Billy Duffy, ενώ στο παλιό κομμάτι των Pistols “I Did U No Wrong” ορμάνε Astbury και Axl Rose και ουρλιάζουνε από μια στροφή ο καθένας.
Το καυστικό για τη συντηρητική Αμερική “God In Lousiana” έχει στίχους από τον 39χρονο Tonio K. (κατά κόσμον Steve Krikorian), τραγουδιστή στους Crickets -του Buddy Holly- και ανερχόμενο τραγουδοποιό, τον οποίο συνόδευε η κολακευτική από τους κριτικούς φράση «φτιάχνει τα καλύτερα άλμπουμ του Bob Dylan από τότε που ο Bob Dylan έχασε το ενδιαφέρον του για την ποπ μουσική».
“God was talking to Peter – God was talking to Paul – God was talking to Jesus – but God isn’t talking to some of these people at all”.
Αυτή είναι όμως και η μόνη στιγμή που ο Jones – χωρίς να κόψει ταχύτητα- βρέχει το μυτερό του μποτικό στα νερά κάποιας στιχουργικής σοβαρότητας. Κατά τα άλλα, επίθεση καταμέτωπο. Το ομώνυμο “Fire And Gasoline” ακόμη κι ο ίδιος ο Malcolm Young θα ήθελε να έχει γράψει, ενώ τα “Hold On”, “Wild Wheels” και “Gimme Love” επελαύνουν ακάθεκτα καλώντας τον ακροατή στο επίκεντρο ενός πάρτυ που μόνον η διεθνής συνομοσπονδία των Hell’s Angels θα μπορούσε να δώσει (αν ποτέ υφίστατο).
Κάθε hair metal μπάντα της εποχής θα πούλαγε δυό φορές την υποκριτική ψυχή της στο διάολο για νά’χει στο δίσκο της έστω ένα απ’ αυτά. Σε αμετανόητο mood, o δίσκος κλείνει με το ξεδιάντροπα στριπτηζοsleazoειδές “Leave Your Shoes On”, αφήνοντας την αίσθηση ότι με το που τέλειωσε την ηχογράφηση, ο Steve Jones κατευθύνεται με τη Harley προς το επόμενο όργιο.
«Μπορεί να μην αρέσει σε όλους, αλλά οι ειδικοί λένε ότι το άλμπουμ είναι η Rosetta Stone του biker metal”.
«Σε καμία περίπτωση δεν ένιωσα ότι προδίδω το πνεύμα του πανκ συμμετέχοντας σε ένα δίσκο με πιο παραδοσιακό ροκ ήχο.
Από τότε που ήμουν στους Pistols, ανέβαινα στο διαμέρισμά μας και έβαζα ν’ ακούσω Boston και Journey. Υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον τετράγωνο, στιλπνό, καθαρό, classic rock ήχο που μου άρεσε πάντα, σε σημείο όταν ακούω ένα καλό κομμάτι, να μην μπορώ να αντισταθώ. Είτε ο τραγουδιστής έχει μοϊκάνα, είτε φοράει γυναικείο φόρεμα, για μένα δεν έχει σημασία».
«Με όλη αυτή την κραιπάλη, δε θα πω ψέμματα, είχα δύο πισωγυρίσματα με τα ναρκωτικά, αλλά τα ξεπέρασα γρήγορα. Αυτή τη φορά δεν ήμουν άστεγος και άφραγκος όπως τότε που πρωτοκύλησα, γι’ αυτό και το μυαλό μου ήταν πιο καθαρό, ενώ είχα και την οικονομική δυνατότητα ν’ αναζητήσω τη φροντίδα των επαγγελματιών που ήταν αναγκαία. Στις 28 Οκτωβρίου του 1990 – το θυμάμαι, γιατί κατά κάποια μυστήρια ειρωνεία της τύχης την ίδια ημερομηνία πριν 13 χρόνια ήταν που βγήκε το “Never Mind The Bollocks” – είπα το τελειωτικό όχι. Από τότε είμαι καθαρός».
………………………………………..
Υ.Γ.1 : Η αυτοβιογραφία του Steve Jones με τίτλο “Lonely Boy– Tales Of A Sex Pistol” κυκλοφόρησε το 2016 με πρόλογο της Chryssie Hynde (William Heinemann/Penguin/Random House) και δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
Υ.Γ.2: Ο Steve Jones παραμενει καθαρός και μένει στο L.A. με τα πολυάριθμα σκυλιά του. Είναι παραγωγός στην ιδιαίτερα δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή “Jonesy’s Jukebox” στον σταθμό 955ΚLOS. Παίζει πολλά παλιά, από Atomic Rooster ως Stray Cats, λίγα καινούρια και φιλοξενεί καθημερινά για συνεντεύξεις και παρουσιάσεις όλες τις επιβιώσασες ροκ προσωπικότητες που περπατούν σήμερα στον πλανήτη γη.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Ροή

Daughthry: "Shock To The System (Part Two)"

Extreme: Δείτε το νέο βίντεο κλιπ

Chez Kane: Ακούστε το νέο τραγούδι
