Talk Talk: “The Colour Of Spring”

03/03/2024

Κατηγορία: Old Time Rock

6096

Οι “Talk Talk”, η αντισυμβατική post new romantic pop μπάντα από το Essex της Αγγλίας, στη σύντομη πορεία της στο μουσικό στερέωμα δημιούργησε εντυπώσεις κάπως συγκεχυμένες και θολές, σίγουρα ενδιαφέρουσες, αλλά και μέγιστα αντιεμπορικές.

 

Καταρχήν να τους επιτρέψουμε να μας συστηθούν. Μέλη του υπήρξαν ο αρχηγός του γκρουπ, συνθέτης, συμπαραγωγός, κημπορνίστας (πρώην πανκ) Mark Hollis, ο μπασίστας Paul Webb και ο ντράμερ Lee Harris.
Με την ιστορία τους να ξεκινά στις αρχές των ΄80’s (και πιο συγκεκριμένα το 1981), όπως τόσα και τόσα άλλα new wave σχήματα, επέλεξαν ως όχημα των μουσικών αναζητήσεών τους το synthesizer.
Το ίδιο είχαν κάνει και οι OMD, οι Depeche Mode και οι Human League, όλοι ακολουθώντας τους πρωτοπόρους Kraftwerk στη χρήση μιας νέας τεχνολογίας - τεχνοτροπίας που έκανε θαύματα βρίσκοντας εκπροσώπους στις νέες μουσικές τάσεις και στα φρέσκα, «εναλλακτικά» πρόσωπα. Από το ρεύμα της εποχής δεν ξέφυγαν ούτε οι Talk Talk. Τα δύο πρώτα άλμπουμ τους ήταν τυπικά της μόδας των ΄80’s δείγματα, ξέχειλα από synthesizers και στίχους ερωτικούς, χωρίς να παραβλέπουμε ότι η παραγωγή τους ήταν άψογη και σε αυτά είχαμε την τύχη να συναντήσουμε μερικά αληθινά διαμάντια που έγιναν κλασικά (The Party's Over, Such a Shame, It’ s My Life).  
Οι Talk Talk όμως δεν έμοιαζαν με τους υπόλοιπους αστέρες της new wave σκηνής. Αφού μετουσίωσαν ό,τι ηλεκτρονικό άκουσμα μπορούσαν να δώσουν, μετά από δύο άλμπουμ αποφάσισαν ότι ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν παραπέρα. Όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ο Hollis, «στα δύο πρώτα άλμπουμ, τα συνθς ήταν απλά ένα οικονομικό μέγεθος, ένα μέσο που μας οδήγησε στον σκοπό μας, να πουλήσουμε τα άλμπουμ. Πέρα από αυτό, μισώ απόλυτα τα synthesizers. Για μένα το μόνο καλό πράμα σε σχέση με αυτά είναι ότι σου δίνουν ένα ευρύ χώρο ήχου για να δουλέψεις. Κατά τα άλλα, είναι πολύ άσχημα, φρικτά. Κι αν δεν υπήρχαν, θα ήμουν ενθουσιασμένος. Από τη στιγμή που το LP “It’s My Life” είχε εμπορική επιτυχία, είχαμε την απόλυτη ελευθερία να επιλέξουμε τις πηγές μας στο επόμενο άλμπουμ κι έτσι ήμασταν σε θέση να χρησιμοποιήσουμε αληθινά έγχορδα και χορωδία». 
Οι πραγματικές δημιουργικές προθέσεις λοιπόν του γκρουπ, όπως εξελίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, ήταν άλλες και βρήκαν αντίκρισμα στο τρίτο άλμπουμ The Colour of Springπου κυκλοφόρησε το 1986, με παραγωγό τον Tim Friese-Greene (και ουσιαστικά τέταρτο μέλος του γκρουπ) και με τη συμμετοχή guests ονομάτων όπως του Mark Feltham, του Robbie McIntosh, του Danny Thompson και του Steve Winwood. Σε αυτή τη δουλειά οι Talk Talk πραγματικά καινοτόμησαν στον υπέρτατο βαθμό που μπορεί να γίνει στην έκφραση της μουσικής παρουσιάζοντας νέες, πανέξυπνες ιδέες. Κινούμενοι σε πιο ακουστικά μουσικά πεδία, πρώτα από όλα άφησαν κατά μέρος τη synthesized pop (ή αλλιώς τη synth-heavy new wave), «στράγγισαν» τον ήχο τους, κρατώντας μόνο τα απαραίτητα και στη συνέχεια τον εμπλούτισαν με τζαζ, μπλουζ και art pop στοιχεία και με μια υποψία επίδρασης από κλασική μουσική (ένθερμος οπαδός της οποίας ήταν ο Hollis), κατέληξαν σε ένα μεγαλειώδες άλμπουμ.


 

Όργανα αληθινά, όπως η ηλεκτρική κιθάρα, το διπλό μπάσο, το πιάνο και τα κρουστά, και όχι μηχανές, βρίσκονται στο προσκήνιο και δένουν με μια απίστευτη αρμονία όσο οι ασυνήθιστοι ήχοι εναλλάσσονται φτάνοντας σε ένα σφιχτό, διαρκώς παλλόμενο ρυθμό που δεν βιάζεται και διαχέει όλες τις όμορφα δομημένες συνθέσεις. Όσο για τα συνθς, ο Hollis θα πρέπει να έμεινε αρκετά ευχαριστημένος από τη λιτή, διακριτική συμμετοχή τους, αφού τα riffs που άλλοτε πρωταγωνιστούσαν εδώ λείπουν παντελώς. Και τελικά στο αυτί μένει ένας απόηχος από τζαζ μινιμαλισμό και μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα προκύπτει από κάθε κομμάτι παραπέμποντας στους ambient δίσκους του Eno. Κάτι όχι τυχαίο, αφού ούτως ή άλλως οι Talk Talk, από την αρχή ακόμη της καριέρας τους, εκδήλωναν ενδιαφέρον για την prog rock των ΄70’s  και όχι τόσο για την dance rock των ΄80’s. Και φυσικά, last but not least, τη δουλειά ολοκληρώνει εκτοξεύοντάς την σε μια άλλη, «εξωγήινη» διάσταση η μυστηριακή φωνή του Hollis, που βγαίνει σαν κελάηδισμα από τα λαρύγγια του και μοιάζει ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει φωνητικά η post – punk σκηνή.
 
Σχετικά με τη διαδικασία προετοιμασίας του άλμπουμ σε άλλη συνέντευξή του ο Hollis ανέφερε: «Ξεκινήσαμε τον Ιανουάριο του ΄85 και από τότε και μετά δουλέψαμε αδιάκοπα μέσα στον χρόνο. 6 ολόκληρες εβδομάδες τις περάσαμε στο στούντιο, από νωρίς το πρωί έως αργά το απόγευμα. Πειραματιστήκαμε πολύ, εξερευνήσαμε μουσικές περιοχές που ήταν εντελώς νέες για εμάς. Και ξοδέψαμε πολύ ενέργεια. Νομίζω ότι το The Colour Of Spring είναι περισσότερο δυνατό από το Its My Life κι εκφράζει τους στόχους του γκρουπ που ήταν πρωταρχικοί  για εμάς εκείνη την περίοδο». Και τελικά για την ολοκλήρωση της δουλειάς χρειάστηκε τίποτα λιγότερο από έναν χρόνο και 2 ημέρες.
Το καθηλωτικό, πολύχρωμο εξώφυλλο του άλμπουμ σχεδιάστηκε από τον James Marsh που είχε επιμεληθεί εξίσου τα εξώφυλλα και των άλλων δίσκων του συγκροτήματος. Και με τη θεματολογία του άλμπουμ να κινείται γύρω από τα σκαμπανεβάσματα που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και όσα γενικά μας κάνουν να προβληματιζόμαστε σε τούτη τη ζωή, τα μελαγχολικά και λίγο πεσιμιστικά συναισθήματα στάζουν αργά και προσεκτικά μέσα από τις μουσικές.
Με το The Colour Of Spring” γνωρίζουν τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική αναγνώριση συγκεντρώνοντας τις καλύτερες κριτικές που είχαν να επιδείξουν στη σύντομη καριέρα τους. Καταφέρνουν όμως και κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό. Να πραγματοποιήσουν τη μετάβαση που τόσο επιθυμούσαν σε ένα εντελώς διαφορετικό, «απελευθερωτικό» επίπεδο με κυρίαρχο ένα κράμα από περισσότερα μουσικά στυλ που οδηγούν σε ένα είδος πειραματικού, avant-garde art/prog rock, αρκούντως επιδραστικού μεταγενέστερα σε άλλα σχήματα, όπως οι Radiohead, οι Elbow και οι Arcade Fire.  
Το άλμπουμ έφτασε έως το Νo 8 του UK Chart παραμένοντας εκεί για 21 εβδομάδες και στο No 50 του US Chart. Και τα επιμέρους σινγκλς έκαναν αρκετά εντύπωση και η υψηλότερη θέση που έφτασαν ήταν το Νο 16 του UK chart με το Lifes What You Make It.
Αν και στο The Colour Of Spring τη μεγαλύτερη σημασία δεν έχουν το καθένα κομμάτι ξεχωριστά, αλλά η εκλεπτυσμένη, μελαγχολική ιδιοφυία που αποκομίζεται συνολικά, θα ήταν άδικο να μην πούμε δύο λόγια και για τις επιμέρους συνθέσεις. Εναρκτήριο, το μελωδικό αλλά περίπλοκο Happiness Is Easy, κατευθείαν μας δίνει μια πρώτη γεύση από τους νέους προσανατολισμούς του συγκροτήματος. Κλου η παιδική χορωδία. Aφού το έκαναν οι Pink Floyd γιατί όχι και οι Talk Talk ; Στο πλέον γνωστό Lifes What You Make It η σπαρακτική ερμηνεία του Hollis και τα «ηρωικά» ντραμς του Lee Harris το απογειώνουν στην κυριολεξία καθιστώντας το ένα από τα πιο αυθεντικά κομμάτια από τα μέσα των ΄80’s. Σχετικά με την επιλογή του κομματιού ως πρώτου σίνγκλ, o Ηοllis ερωτώμενος σχετικά στο Melody Maker εξήγησε:
«Ο μοναδικός λόγος που έγινε σίνγκλ ήταν επειδή ήταν και το πιο σύντομο σε διάρκεια κομμάτι του άλμπουμ, αν και σύμφωνα με όσα ισχύουν για τα σινγκλς ήταν και πάλι μεγάλο».
Το πράμα περιπλέκεται με την περίεργη ακουστικά, στοιχειωμένη μπαλάντα April 5th, με το ντέφι να έχει τον πρώτο ρόλο, αλλά και με το πιάνο του Friese-Green να ανακαλεί μνήμες από τον Bill Evans. Και τελικά το τρακ αυτό καταφέρνει να αποτελέσει ό,τι πιο ξεχωριστό είχαν να επιδείξουν οι Talk Talk μέχρι εκείνη τη στιγμή.
 

Highlight του άλμπουμ αποτελεί αναμφίβολα το Living In Another Worldόπου έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τα εξαίσια, φρενήρη φωνητικά του Hollis. Η μπάντα εδώ δείχνει το αληθινό πρόσωπό της, το πρόσωπο που έμεινε αφού πέταξε με μανία τη new romantic μάσκα του και αποκάλυψε έναν χαρακτήρα ασύγκριτα πιο ώριμο που ξέρει πολύ καλά τι θέλει και πώς να το δείξει. Η αρμόνικα είναι το κυρίαρχο όργανο που βοηθάει να ξεσπάσουν τα συναισθήματα από τα πρώτα δευτερόλεπτα και να φτάσουν στο επιζητούμενο peak.


 
Δυνατές στιγμές συναντάμε και στο πιασάρικο, στηριγμένο στο πιάνοGive It Up”, στην ίδια λογική με το Lifes What You Make It, καθώς και στο παραπλήσιο αλλά πιο τρυφερό, ατμοσφαιρικό ροκ I dont believe in you”, ικανό να πείσει τους πλέον δύσπιστους με ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα σόλο κιθάρας του Robbie McIntosh και με ένα εξαιρετικό σαξόφωνο στο τέλος.  O δίσκος κλείνει μεγαλειωδώς με το επικό Time Its Time, όπου οι κιθάρες και τα κήμπορντς πλαισιώνονται μοναδικά από τις φωνές της χορωδίας αντλώντας από αυτήν μία περίεργη ενέργεια. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα άψογο πάντρεμα του παλιότερου με το νέο.
Εν κατακλείδι, και χωρίς πολλά πολλά, μιλάμε άνετα για ένα αριστούργημα απροσδιόριστου περιεχομένου, αλλά συνάμα τόσο μαγευτικού και παράξενα σαγηνευτικού. Και όποιοι του δώσουν μια ευκαιρία, αναμένεται να ταξιδέψουν μέσα σε μία άνοιξη πολύχρωμη, αλλά και διαφορετική από τη συμβατική εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν. Μια άνοιξη στη φύση, «υγρή», γεμάτη από λουλούδια και έντομα, που τη βιώνουμε όχι αφ’ υψηλού, σαν να κάνουμε μια βόλτα στην εξοχή, με ό,τι αρπάξει το μάτι, αλλά μπαίνοντας μέσα στον μικρόκοσμο των ζώων και των μικροοργανισμών που ξαφνικά ζωντανεύουν κάθε τέτοια εποχή διεκδικώντας μία θέση στον κόσμο. Κι εκεί αρχίζει η πραγματικότητα, όμορφη, παράξενη, σκληρή, με τους δικούς της «ωμούς» κανόνες επιβίωσης και σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρουσα. Αυτή είναι η «Άνοιξη» των Talk Talk, είναι ουσιαστικά οι εμπειρίες που θέλουν να μας μεταγγίσουν για να μας διδάξουν απλά, αρχέτυπα μαθήματα ζωής, όπως είθισται να γίνεται και όπως πάντα θα γίνεται. “Cause life is what you make it, celebrate it”.

Και μια συμβουλή: Ο δίσκος πρέπει να ακουστεί από την αρχή έως το τέλος, απνευστί, αβίαστα και χωρίς διακοπές και καλύτερα ατομικά και με τα φώτα κλειστά.
 
Μαρία Γεωργιάδου