The Sound: “From The Lions Mouth”

10/05/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

5280

Τα χρόνια της post punk ανέδειξαν πολλά συγκροτήματα από τα οποία άλλα δικαίως καταξιώθηκαν εμπορικά και καλλιτεχνικά και άλλα όχι και τόσο από τους αδικημένους της υπόθεσης ήταν οι “The Sound”.

 

Η μπάντα από το νότιο Λονδίνο που ίδρυσε ο «πολύς» Adrian Bolrand μέσα από τις στάχτες των Outsiders, με την ουσιαστική βοήθεια του μπασίστα Graham Bailey αποζητώντας κάτι βαθύτερο μουσικά. Με το αναμφισβήτητο ταλέντο του δημιουργού της και για αρχή να καταθέτουν έτσι απλά το εξαίρετο Jeopardy (με τον γνωστό ύμνο Cant escape myself), μια θέση στην ιστορία της μουσικής έμοιαζε να τους ανήκει.
Κινούμενοι στο ίδιο μουσικό ύφος με τους Joy Division, τους Cure και τους Echo and the Bunnymen, δεν είχαν την τύχη των προηγούμενων. Ίσως να οφείλονταν στο ότι τους παραγκώνισε το πλήθος των αξιόλογων ακουσμάτων στα ΄80’s, ίσως η δισκογραφική τους (η θυγατρική της Warners Korova) να επέλεξε να δώσει βαρύτητα στο άλλο «βαρύ πυροβολικό» που εκπροσωπούσε, τους ήδη πετυχημένους Echo and the Bunnymen, ίσως να φταίει το παρουσιαστικό του Borland που υπολείπονταν του νεαρού τότε και ιδιαίτερα δημοφιλούς Ian McCulloch ή ακόμη ακόμη και το ντύσιμο της μπάντας που παρέπεμπε σε δημόσιους υπαλλήλους (!). Ενδεικτικό μια γενικής «αδιαφορίας» το γεγονός είναι ότι η αυτοκτονία του Ian Curtis το 1980 συγκλόνισε τους απανταχού μουσικόφιλους, ενώ η τραγική εξ ιδίου λόγου απώλεια του Adrian Borland 19 χρόνια αργότερα, στα 41 του χρόνια, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Κι αν δεν είχε συμβεί αυτό το θλιβερό γεγονός, σίγουρα θα έκανε πιο πλούσια τη new wave με τις εμπνεύσεις του.
Παρόλα αυτά οι The Sound άφησαν μουσική κληρονομιά ανεκτίμητη: 5 εκπληκτικά άλμπουμ, από τα οποία ξεκάθαρα ξεχωρίζει το δεύτερό τους, το κλασικό πλέον στο είδος του From the Lions Mouth”που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1981. Το εξώφυλλο είναι αρκετό μόνο του για να προϊδεάσει τη διαφορετικότητα των προθέσεων, απεικονίζοντας έναν πίνακα από το 1872, του Ιρλανδού καλλιτέχνη Briton Rivière  με θέμα τη βιβλική ιστορία του Δανιήλ στον λάκκο με τα λιοντάρια. Η παραγωγή έγινε στα Rockfield Studios στην Ουαλία υπό τη σκέπη του ταλαντούχου Hugh Jones  και το συνολικό αποτέλεσμα ήταν προϊόν ενός ελαφρώς διαφορετικού line up μετά την έλευση στο γκρουπ της BelindaBiMarshal, οπότε πίσω από τα keybords και τα synthesizers βρέθηκε ο Max Mayers.
Εδώ ο Borland κυριολεκτικά μεγαλούργησε, έμοιαζε για κάποιους με τη δουλειά αυτή ακόμη και να έκλεισε ένας κύκλος των καλών ροκ δίσκων, όπως το είδος εκφράστηκε μεταλλαγμένα στα ΄80’s. Πρόκειται για ένα δυνατό μείγμα που θυμίζει την ωμή ορμητικότητα και τις μελαγχολικές μπασογραμμές των Joy Division, την εφευρετικότητα των Bunnymen και την τρυφερή ματαιότητα των Cure. Και τελικά φτάνουμε να αποκομίσουμε έναν χαρακτηριστικό, αναγνωρίσιμο πλέον για το συγκρότημα ήχο ξεχωριστής δυναμικής και προσωπικότητας, μοναδικά αληθινό.
Με τις γνήσιες συνθέσεις του Borland και τους έντονα συναισθηματικούς στίχους που έγραψε ήταν ακόμη ένας τρόπος – και μάλλον ο κύριος – για να αντιμετωπίσει τη μάστιγα της κατάθλιψης που τον ταλάνιζε από την εφηβική του ακόμη ηλικία. Ο  αγώνας του με τους προσωπικούς του δαίμονες που τον καταδίωκαν μετουσιώθηκε στον μέγιστο βαθμό σε αυτό το αριστούργημα, καθιστώντας τη δουλειά σε ένα αληθινό έργο τέχνης, σε μια εποχή που οι περισσότεροι έφηβοι έπαιζαν θέατρο προσπαθώντας να πείσουν τους γύρω τους και τον εαυτό τους για τις βαθυστόχαστες αναζητήσεις τους. Ο Borland όμως πραγματικά «ξεγυμνώθηκε» μέσα από τη μουσική του μπροστά σε όλους μας αφήνοντας τη μοναξιά του να μας κυριεύσει και σχεδόν κραυγάζοντας την αγωνία του να τα καταφέρει κολυμπώντας κόντρα στο συμβατικό ρεύμα της εποχής, ενώ όλα γύρω του έμοιαζαν να καταρρέουν.
 


 
Όλα όσα περιγράφηκαν (κατάθλιψη, αγωνία, μοναξιά) δηλώνονται μεγαλειωδώς με το εναρκτήριο, αριστουργηματικό Winning”. Σε ένα απόλυτα post punk σκηνικό το κομμάτι σπαράζει μέσα από τον «κυματώδες» ρυθμό του που βγαίνει μέσα από τα πλήκτρα συνοδευόμενα από τις κιθάρες, εννοώντας την κάθε νότα και την κάθε στιγμή του και περικλείοντας ένα μήνυμα ζωής αφιερωμένο εξαιρετικά στις ανταγωνιστικές των Sound «λυπητερές» μπάντες, με τους θριαμβευτικούς στίχους του: “I was going to drown/Then I started swimming/I was going down/then I started winning”.
 
Τα επόμενα, εξίσου σημαντικά, Sense Of Purpose, Contact The Fact και Skeletons ξεκάθαρα και απλά στους ήχους και με πιασάρικους στίχους, κατακλύζουν τον χώρο με μελανά χρώματα αλλά με χροιά που πείθει για το επιδιωκώμενο αίσιο τέλος. Τα ατμοσφαιρικά Judgement και Silent air, απαραίτητα μελαγχολικά δένουν με το αντίστοιχο κλίμα που προκύπτει από τις διαθέσεις του Borland και στο Fatal Flaw τα ντραμς χτυπάνε ασταμάτητα σε έναν στρατιωτικό ρυθμό άψογα ενταγμένο στο πνεύμα του άλμπουμ.
 


Το εξαιρετικό Possession ακολουθείται από το The Fire (όνομα και πράμα). Οι φανταστικές μπασογραμμές που διαχέονται έξυπνα μοιρασμένα με τους ήχους από τα κήμπορντς και η θεϊκή φωνή του Borland μας ρίχνουν βαθιά σε μια new wave φωτιά που οι φλόγες της αναδύουν συμπεράσματα αναπόφευκτα: “I'm a willing victim of circumstance, I can't change a thing, I can't take the chance, I can't change a thing, I can't take the chance.
Ο δίσκος κλείνει ιδανικά με το διθυραμβικό New Dark Ageπου σηματοδοτεί με τον πλέον εύστοχο τρόπο και εναργώς την έλευση μιας νέας τάξης πραμάτων στη μουσική σκηνή που ήρθε όχι απλώς για να κάνει εντύπωση, αλλά για να μείνει και να διαμορφώσει μουσικές συνειδήσεις.


Δεν θα μπορούσαμε να μην παραδεχτούμε ότι όλη η ένταση και εκρηκτικότητα που αποτυπώθηκε στα ακούσματα του δίσκου παρέμεινε αναλλοίωτη με το πέρασμα του χρόνου φτάνοντας έως τις μέρες μας για να διηγηθεί τις «ματωμένες» ιστορίες του Borland. Και τελικά με το From the Lions Mouthμας προσφέρεται γενναιόδωρα μια δουλειά που δεν συγκαλύπτει, δεν ωραιοποιεί, δεν λέει ψέματα, είναι αυτό που είναι, αποτυπώνει γενναία την αλήθεια και μας βάζει να τη δούμε κατάματα, σε όλο της το μεγαλείο, σκοτεινή, άφθονα μελαγχολική αλλά και ρεαλιστικά αισιόδοξη. Μας λέει ότι στο χέρι μας είναι να τα καταφέρουμε, η λύση βρίσκεται εκεί, μπροστά μας, αρκεί να προσπαθήσουμε … πολύ!
Και η New Dark Age πραγματοποιώντας έναν διαρκή αέναο κύκλο είναι εδώ, ξανά και ξανά, και πάλι εδώ, έτοιμη να κατακλύσει κι άλλα εφηβικά δωμάτια, κι άλλα ενήλικα μυαλά που επιθυμούν διακαώς να βιώσουν τη ζωή μέσα από τη μουσική και να την κερδίσουν.

 
Μαρία Γεωργιάδου


// Old Time Rock

// Live Favorites