Κι ενώ οι Police χάρασσαν προσεκτικά και μεθοδικά την πορεία τους από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, στρέφοντας πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, με δουλειές όπως το (ντεμπούτο) “Outlandos d’Amour” και (κυρίως) το “Regatta De Blanc” και το “Zenyatta Mondatta”, με το τέταρτο άλμπουμ τους το 1981, “Ghost in the Machine”, έδειξαν τις πραγματικές προθέσεις τους:
να γίνουν οι πιο μεγάλοι αστέρες της ροκ στον πλανήτη, ρίχνοντας τους πανκ τόνους, λανσάροντας ένα πιο ρέγκε, πιασάρικο προφίλ και υιοθετώντας ποπ, εμπορικές αναφορές.
Το άλμπουμ της χρονιάς του 1983 (κατά τους αναγνώστες του Rolling Stone) ήταν το “Synchronicity”, το πέμπτο (και τελευταίο) άλμπουμ των Police. Ήταν 17 Ιουνίου όταν κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο η πιο ραδιοφωνικά φιλική δουλειά (και κατά πολλούς η πλέον αριστουργηματική αλλά κατά άλλους η πιο αδιάφορη) του συγκροτήματος που έμελε πάντως να το τοποθετήσει στην καρδιά του παγκόσμιου χάρτη της μουσικής με χιτς όπως το “Every Breath You Take”, το “King of Pain”, το “Wrapped Around Your Finger” και το “Synchronicity II”.
Οι ποπ και οι ρέγκε ρυθμοί πιο έντονοι, με μια δόση τζαζ, χαρακτηρίζουν τις ετερόκλητες μεταξύ τους συνθέσεις του άλμπουμ ανάγοντας την καθεμία από αυτές σε ένα χωριστό soundrack, μια μικρή ιστορία με τα δικά της χρώματα, ανεξάρτητη και καθόλα διακριτή από την επόμενη. Αποτέλεσμα ένα περιπετειώδες μουσικό σαφάρι ήχων και στίχων, υπό την παραγωγή του Hugh Padgham, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι προκειμένου να κερδίσει όσο μεγαλύτερο κοινό γίνεται, έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο στυλ παρά στην ουσία καταστρέφοντας ως ένα βαθμό το συνολικό αποτέλεσμα.
Με τις αναλύσεις ψυχιατρικού τύπου να έχουν γίνει ιδιαίτερα της μόδας στα ΄80’s γυρεύοντας να παντρέψουν την τεχνολογία με τις πνευματικές ανησυχίες (βλ. αντίστοιχες τακτικές από Tears For Fears), η θεματική του άλμπουμ κινείται πολυποίκιλα. Ενώ συναντάμε και πάλι τον ποπ ρομαντισμό του Sting (που είχαμε ήδη εισπράξει με κομμάτια από τα προηγούμενα LP, όπως τα “De Do Do Do, De, Da, Da, Da” και "Every Little Thing She Does Is Magic"), αυτή τη φορά περιορίζεται μόνο στις μελωδίες. Οι αφηγήσεις των κομματιών είναι πιο σκοτεινές, διακατεχόμενες από απελπισία, περιστρεφόμενες γύρω από την παράνοια, τον κυνισμό και τη μοναξιά ανάγοντας τον δίσκο σε μια πιο ψαγμένη ποπ εκδοχή. Κατά βάση όμως τη δουλειά διαπερνά μια κεντρική ιδέα: η ματαιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, του γάμου, της ίδιας της ανώτερης κινητήριας δύναμης. Αποφασιστική εδώ ήταν η επιρροή του συγγραφέα Arthur Koestler, του οποίου το βιβλίο (από το 1972) “The Roots of Coincidence” έφερε τον Sting σε επαφή για πρώτη φορά με «τη θεωρία των συμπτώσεων» (synchronicity), ότι δηλαδή μια σειρά συμπτωματικών γεγονότων στη ζωή μπορεί να είναι μην τυχαία, αλλά να διαπνέεται από μια ορισμένη λογική αόρατης δυναμικής. Κι αυτό θέλησε να καταθέσει ο Sting με αυτή τη δουλειά, τη δύναμη του απρόβλεπτου, αν και δεν ξέρει αν κατάφερε να το μεταδώσει, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του.
Ταυτόχρονα, η πολιτική και τα κοινωνικά ζητήματα που πάντα απασχολούσαν στιχουργικά τους Police, εμφανίζονται κυρίως στο πρώτο μέρος του δίσκου, δίνοντας τη σκυτάλη στις εσωτερικές συγκρούσεις του δεύτερου μέρους. Εξάλλου, ο Sting έχει γράψει το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου βρισκόμενος στο παλιό σπίτι του IanFleming («πατέρα» του James Bond) στην Jamaica, γεμάτος από τις εικόνες πολέμου των νησιών Φώκλαντ μεταξύ Βρετανίας και Αργεντινής, το 1982, με τις όποιες εμπνεύσεις αυτό συνεπαγόταν.
Το στήσιμο του άλμπουμ όμως ήταν κάθε άλλο παρά μια εύκολη δουλειά. Σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, στα Air Studios στο Montserrat, ηχογραφήθηκε το 1982 το “Synchroncity” υπό αντίξοες συνθήκες, καθώς οι προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις μεταξύ του Sting, του StewartCopeland και του AndySummers είχαν φτάσει σε εκείνο το οριακό σημείο όπου δεν κρατούνταν πλέον ούτε τα προσχήματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Padgham είχε γίνει μάρτυρας των ομηρικών καβγάδων που εκτυλίσσονταν μεταξύ του Sting και του Copeland φτάνοντας ενίοτε ακόμη και να πιαστούν στα χέρια (!)
Και τελικά, με τον Copeland διαφυλαγμένο πίσω από τα ντραμς του στο ένα στούντιο, τον Summers στο άλλο και τον Sting να επιδίδεται στο σετάρισμα του εγχειρήματος, σαφώς
επηρεάστηκε το τελικό αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα «κλινικό», ίσως με προσέγγιση της prog rock εποχής, που του έλειπε η ψυχή και ζεστασιά μιας αρμονικής συνύπαρξης.
Όλα πλέον έδειχναν πως η δουλειά αυτή έμελε να είναι το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος, επισφραγιζόμενο μοιραία από μια τεράστια εμπορική επιτυχία και η σόλο καριέρα για τον Sting μονόδρομος, μετά από την ολοκλήρωση της παγκόσμιας περιοδείας για την προώθηση του “Synchronicity”. Μιας μεγαλειώδους περιοδείας που έμελε να είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές των ΄80’s, αλλά και η τελευταία του συγκροτήματος που έριξε αυλαία στην τελευταία συναυλία του στο Giant Stadium του New Jersey, το 1986.
Η κορύφωση του «δράματος» που παίχτηκε ανάμεσα στον Sting και τον Copeland έγινε στο σήμα κατατεθέν όχι μόνο του άλμπουμ αλλά και όλης της ιστορίας των Police, στο “EveryBreathYouTake”. Η τελική version του κομματιού που απέδειξε και στους πιο δύσπιστούς τη συνθετική δεινότητα του Sting, δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. O Sting επέμενε σε έναν απλό τόνο που κάποια στιγμή θα «έσπαγε» σε περισσότερα κομμάτια, αλλά o Copeland έφερνε μόνο αντιρρήσεις μετατρέποντας το στούντιο σε πραγματικό πεδίο μάχης. Η θυελλώδης σχέση τους αποτυπώθηκε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, από τον Copeland ο οποίος στις συναυλίες που ακολούθησαν, δεν δίστασε να αναγράψει πάνω στα ντραμς του “F** off you cunt” διατυμπανίζοντας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τα συναισθήματά του απέναντι στον τραγουδιστή του σχήματος.
Εξάλλου, όχι τυχαία, και το ίδιο το εξώφυλλο του άλμπουμ, θαρρείς προσπάθησε να αποτυπώσει τους εγωισμούς και τη στάση των μελών τη δεδομένη χρονική στιγμή. Χωρισμένο σε τρεις οριζόντιες ενότητες και καταλαμβάνοντας το κάθε μέλος καθεμία από αυτές, απεικονίζονται μόνοι τους περισσότερο μπλαζέ και αποστασιοποιημένοι από ποτέ, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι τους συνέδεε ένας μη ευτυχισμένος «γάμος» με βραχεία ημερομηνία λήξης.
Όπως και να ΄χει το πράγμα, ο Sting και η παρέα του, τόσο με το “EveryBreathyouTake” όσο και με τα υπόλοιπα τραγούδια κρατήθηκαν στο υψηλό επίπεδο που τους χαρακτήριζε πάντα και κατάφεραν να αντέξουν στις υψηλές προσδοκίες που οι ίδιοι δημιούργησαν, κάνοντας αυτό που ξέρουν καλύτερα: να φτιάχνουν καλά, δημοφιλή άλμπουμ που ξεχειλίζουν «αγαπησιάρικες», κατά βάση ποπ μελωδίες με τη βαρύτητα που αρμόζει να έχει ένα συγκρότημα σαν τους Police.
Και το παζλ των συνθέσεων έχει κάπως έτσι: Στο openining track “SynchronicityI” με ένα δυνατό, ξεσηκωτικό ριφ που παραπέμπει σε Billy Idol καταστάσεις, όλα βρίσκουν τη θέση τους, από την ερμηνεία μέχρι τα μετρονομικά ντραμς του Copeland (o οποίος όχι τυχαία κατατάχτηκε από το Rolling Stone στη 10η θέση των 100 μεγαλύτερων ντράμερς όλων των εποχών).
Στο οικολογικό με αφρικανικό ρυθμό “Walking In Your Footsteps”, παραλληλίζεται η πορεία των δεινοσαύρων με εκείνη του ανθρώπου (“Hey mighty Brontosaurus/ Don’t you have a lesson for us ?") και κυριαρχείται από τα πανέμορφα ξελαρυγγίσματα του Sting. Ακολουθούν το jazzy “OmyGod”, η παράξενη (και σαφώς αταίριαστη με το υπόλοιπο άλμπουμ) σύνθεση του Summers“Mother”, μια κραυγή κριτικής απέναντι στην καταπιεστική μητέρα του και η ρέγκε σύνθεση του Copeland,“MissGrandeko”, με αναφορές στο Κρεμλίνο, αφηγούμενη μια ιστορία για τον ψυχρό πόλεμο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλοιπο των καταβολών της θητείας του πατέρα του στη CIA.
Και η συνέχεια εξελίσσεται το ίδιο κι ακόμη περισσότερο ενδιαφέρουσα. Το περίφημο, διαχρονικό “SynchronicityII”, μια πιο μαλακή εκδοχή του “Town Called Malice” των Jam, δίνει αυτό το επαναστατικό κάτι, που το κάνει να ακούγεται μέχρι και σήμερα εξίσου φρέσκο και δυνατό. Στους στίχους του, δεν λείπει ο κοινωνικός σχολιασμός, καθώς η απελπισία που προκαλεί στον άνθρωπο ο σύγχρονος τρόπος ζωής παρομοιάζεται με το τέρας του Λοχ Νες όπως βγαίνει από τη λίμνη καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του.
Tο εμβληματικό “EveryBreathYouTake” μιλά για τη σκοτεινή εμμονή και τον χωρισμό που μοιραία κάποτε έρχεται. Κάτω όμως από τη μπόλικη μελό στρώση του κρύβεται ο αληθινός χαρακτήρας του. Ο Sting έχει αναφέρει ότι πρόκειται για ένα τραγούδι για τον έλεγχο που χάνεται όταν πιανόμαστε στον ύπνο και παραδινόμαστε άνευ όρων σε κάποιον άλλον, με τις όποιες ολέθριες συνέπειες συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Ακολουθεί το ανθρωπιστικό “KingOfPain” στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ένα παλιό γνωστό θέμα, η παγκόσμια αδικία.
Στο αριστουργηματικό “WrappedAroundYourFinger”, έχουμε έναν Copeland και έναν Summers στα καλύτερά τους των οποίων η μαεστρία και τεχνική ξεδιπλώνονται απλά και λιτά χωρίς να καπελώνουν το κομμάτι. Από άποψη θεματικής παρουσιάζεται το αέναο «παιχνίδι» μεταξύ αφέντη και δούλου, αλλά και το σημείο στο οποίο ένας γάμος φτάνει στο τέλος του. Στο ατμοσφαιρικό “TeaintheSahara” ο ρυθμός του μας μεταφέρει όντως σε τοπία αφρικανικά. Στο επίσης ρέγκε ρυθμού (πάλι τα ντραμς του Copeland κάνουν θαύματα) “MurderbyNumbers” αποδίδεται η οπτική ενός μανιακού δολοφόνου.
Και τελικά, το οχτώ φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ “Synchronicity” και νούμερο 1 για 17 συνεχόμενες εβδομάδες στο Billboard Hot 100, σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής προσφέροντάς μας έτσι απλά μερικά από τα πιο κλασικά τραγούδια που έχει να επιδείξει η ροκ σκηνή και που έχουμε σιγοψυθιρίσει λίγο πολύ όλοι, παραδομένοι στους ήχους των ΄80’s, σε κάθε μας ανάσα, σε κάθε μας βήμα.