The Tea Party: "The Ocean at the End"

03/10/2014

Κατηγορία: Κριτικές

3828

Ρίξτε τα τείχη, μοιράστε απλόχερα ό,τι ψυχεδελική βοήθεια σας βρίσκεται και, με ανοικτές αγκάλες, υποδεχθείτε έναν απ΄τους λίγους άξιους ασώτους της δεκαετίας του '90.

 

Γιατί ο Καναδός Jeff Martin (ηλεκτρικά και ακουστικά έγχορδα και ό,τι μπορείς να φανταστεί κανείς) και οι συνοδοιπόροι του, Stuart Chatwood (μπάσο, πλήκτρα, τσέλλο, αρμόνιο και άλλα τόσα) και Jeff Burrows (κρουστά από κάθε γωνιά του κόσμου) αποτελούν πράγματι μια ιδιάζουσα περίπτωση.  
10 χρόνια μετά το τελευταίο τους στούντιο άλμπουμ, οι Tea Party, το σχήμα που πήρε τ΄όνομά του από τις κακόφημες συνευρέσεις των Κέρουακ, Μπάρουζ και Γκίνσμπεργκ στα '60s, επιστρέφουν με ένα άλμπουμ που φέρει έντονο το χαρακτήρα τους και τον ταιριαστά μεγαλεπήβολο τίτλο «Ο Ωκεανός εις το Τέλος».
 
Οι επιβιώσαντες των '90s που άρθρωσαν λόγο κλασσικού ροκ, στηριγμένο στις διδαχές και τα πατήματα των ηρώων των '60s, είναι λίγοι. Από τη θολή δίνη της "εναλλακτικής" σκηνής, οι Tea Party βγήκαν ζωντανοί. Διακρίθηκαν για το έντονα εξωτικό τους χρώμα στο ηλεκτρικό τους blues (δεν επονομάστηκε τυχαία ο ήχος τους "Moroccan  roll"), για την ενσωμάτωση μουσικών στοιχείων και εφέ εκτός «δυτικής» μουσικής, δοσμένα μέσα από έναν ακατάταχτο, βαθύ, συναισθηματικά φορτισμένο ήχο.
 
Το στοιχείο που κυριαρχούσε και εξακολουθεί να κυριαρχεί στην μουσική οντότητα των Tea Party είναι η προσωπικότητα του Jeff Martin. Όσο κι αν στις αρχές των '90s έδειχνε εγκλωβισμένος στο φυζίκ και τη χροιά ενός καταραμένου όπως ο Jim Morrison, κατάφερε ν΄αποδείξει μέσα στα χρόνια ότι είναι ένα -δεν πρέπει να διστάζει κανείς να το πεί- πρωτότυπο αμάλγαμα πηγαίου ροκ χωρίς στεγανά (ψυχεδέλεια, blues, hard rock, θεατρικές φωνητικές ακροβασίες) και παθιασμένης στιχουργίας. Τώρα πια, στα 45 του, κατ΄ανάγκην αφιστάμενος της εικόνας του τεκνού που προσπάθησε να φορέσει (ή να του φορέσουν) 20 χρόνια πριν, είναι βαρύτερος, σοφώτερος, αλλά το ίδιο συγκεντρωτικός (παραγωγή, σύνθεση, ενορχήστρωση, όλα αυτός) και αφοσιωμένος στο όραμά του.
Στο να καταγράψει μια όσο πιο σύγχρονη αντήχηση των μουσικών επιρροών του, που προέρχονται από την εποχή που γεννήθηκε και στις οποίες κυριαρχούν δύο από τα μεγαλύτερα γκρουπ που υπήρξαν ποτέ, οι Zeppelin και οι Doors. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, χρειάζεται να νιώθεις αυτούς τους ήχους, να είσαι αυτοί οι ήχοι για να μην ακουστείς φθηνός ή λίγος. Ο Martin, με κινηματογραφικούς όρους, είναι το πλησιέστερο σε auteur που έχει το σύγχονο rock. Ίσως γι΄αυτό και η φωνή του, πανταχού παρούσα μέσα στις πυκνές ενορχηστρώσεις, φέρνει κι αυτή τη φορά στη μνήμη, όπως και στα προηγούμενα επτά άλμπουμ, κάτι διαφορετικό για τον καθένα από τους επισταμένους ακροατές. Αναδεικνύει ρομαντισμό Ian Astbury (περιόδου "Love"), μυστικισμό Glenn Danzig στα πιο ελαφροπαγανιστικά του, άλλοτε με μια ιδέα παραίτησης αλά Nick Cave, άλλοτε με εξομολογητική συντριβή αλά Johnny Cash ("The Maker"). Οι νεώτεροι μπορεί να παραπέμπουν έως και στο πώς θα ακούγεται ο Ville Vallo μετά από μία δεκαετία ωρίμανσης.
 
Ένα ταξίδι στην άκρη κάποιου κόσμου όλο το άλμπουμ. Με μια επανακάμπτουσα διαρκώς αναφορά στο υγρό στοιχείο και στο δέος που προκαλεί, το ένα κομμάτι διαδέχεται το άλλο προσκαλώντας τον ακροατή για επαναλήψεις. Απόκοσμες εισαγωγές ("The Cypher"), στρώματα από ασυνήθιστα (hurdy gurdy, cello, djembe, table) αλλά και «παραδοσιακά» ροκ όργανα (όπως τα δαιμονιώδη slide στο "The Cass Corridor") και στη βάση, τα γεμάτα κίνητρο ογκώδη τύμπανα. Οι τρεις μουσικοί δημουργούν ατμόσφαιρες που σε παίρνουν μαζί τους, ενώ οι μελωδίες κάθε σύνθεσης είναι τόσο δουλεμένες, ώστε το λεγόμενο "progressive" στοιχείο να μην είναι συνώνυμο με τη φλυαρία. O Martin περνάει χρώμα σε κάθε κομμάτι με φράσεις και μελωδικά σχήματα, χωρίς σχεδόν ποτέ να μην αφήνεται σε κιθαριστικούς ηρωισμούς. Η σύνθεση και η ερμηνεία είναι το δυνατό του σημείο, όχι το να ντύνεται guitar hero.
 
Δύσκολο να επιλέξει κανείς ποιό απ΄όλα τα κομμάτια να μη σε υποβάλει και ποιό να μη σε έλξει με το μαγνητισμό του σάουντρακ που διαθέτουν. Η απειλητική «Μαύρη Θάλασσα» ("Black Sea"), ο ζεπελινοφόρος καλπασμός των "The L.O.C." και "Cypher", το ξεκάθαρα πολιτικό "Brazil" ("your wealth is controlled by the few - see how they want you, see how they taunt you") με τα σκληρά ριφ του καρφωμένα πάνω σε μια ιερατική σάμπα, το καθαρτήριο "Water's On Fire" ή το ανατριχιαστικό, οκτάλεπτο "The Ocean At The End" με το μακρόσυρτο Page-ιώδες σόλο; Το ambient τελείωμα αλά Eno ("Into The Unknown"), με διάρκεια λίγο μεγαλύτερη απ΄όσο θα περίμενε κανείς, απλώς καταφέρνει να εντείνει την όλη αίσθηση.
 Από τα σημαντικά φετινά ροκ άλμπουμ. Τελεία.  
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου

// Old Time Rock

// Live Favorites