
Motörhead: Οn the high side, Οργασματρηδόν
«To έχω ξαναπεί. Κάθε φορά που μπαίνουν στη μπάντα νέοι σε ηλικία, βγαίνουν χρόνια από τους δικούς σου ώμους». Κι αν ο 35χρονος κιθαρίστας Michael Burston, πρώην δεκανέας του 1ου Τάγματος Βασιλικού Πεζικού του Gloucestershire και ο 33χρονος Pete Gill, πρώην ντράμερ των Saxon δεν μπορούν, χωρίς να μπει κανείς σε λεπτομέρειες του ιστορικού τους, να θεωρηθούν εύκολα «νέο» αίμα, ο γεννημένος το ’61 Ουαλλός κιθαρίστας των μισό βήμα πιο μπροστά απ’ το απολύτως άσημο Persian Risk, όνοματι Phil Campbell, αποτελούσε όντως μια ανανέωση για τους Motörhead.
Όχι μόνο στον ήχο, καθώς θα είχαν πια δύο κιθάρες, αλλά και στο ότι θα υπήρχε ένας παραπάνω για να τρώει αμάσητες τις φάρσες που ξεχωρίζουν τη μια μέρα απ’ την άλλη στις ατέλειωτες νύχτες τις περιοδείας.
«Tα πίναμε με τον Paul Hadwen όταν είδαμε στην εφημερίδα μια διαφήμιση για κάτι πολύ περίεργο, τα “Fat-O-Grams”. Αυτή είναι πλάκα είναι για τον Phil Campbell, είπαμε κι οι δύο ενθουσιασμένοι. Είχαμε μόλις φθάσει στα στούντιο για να ξεκινήσουμε να γράφουμε τον καινούριο δίσκο. Μισή ώρα πριν είχαμε γνωρίσει και τον καινούριο μας παραγωγό».
Ο μόλις 30 χρόνων Νεοϋορκέζος Bill Laswell ήταν το ανερχόμενο όνομα στις ανεξάρτητες παραγωγές. Μέχρι τότε είχε αναμιχθεί σε ετερόκλητα, όμως πάντα υψηλoύ προφίλ μουσικά project, από το πασίγνωστο “Rock It” που έγραψε μαζί με τον Herbie Hancock και τον Africa Bambaata, ως τον John Lydon των P.i.L. και τον Mick Jagger του “Just Another Night”. Είχε μαζί του τον ηχολήπτη του, Jason Corsaro.

«Κι οι δυό τους είχαν αρχίσει τις αμερικανιές, “let’s get it on, boys. It’s gonna be great!”.
Πρόσεξαν μια κάπως υπέρβαρη μεσήλικη με έντονο βάψιμο που περιφερόταν στο lobby, αλλά δεν έδωσαν σημασία. Άρχισαν να απορούν όμως όταν η κυρία μας ακολούθησε προς την είσοδο του στούντιο, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά “Είσαι ο Phil? Ποιός είναι ο Phil?”. Ανύποπτος ο Campbell πλησίασε. “Εγώ, είμαι…”. Με τη μία τότε η γυναίκα πετάει τα το φόρεμά της, αποκαλύπτοντας ένα μικροσκοπικό μαγιώ και τραγουδώντας “Happy Birthday To You”-φυσικά δεν ήταν τα γενέθλιά του, αλλά έτσι της είχαμε πει- αρπάζει τον Phil από τα μαλλιά και του χώνει το κεφάλι στα τεράστια βυζιά της, κάνοντας το νούμερό της, με θύμα τον κακόμοιρο τον Phil που δεν είχε καταλάβει τί του συνέβη. Είχαμε πέσει κάτω από τα γέλια, ενώ ο Billκαι ο Jason κοιτούσαν έντρομοι. “Με τί άτομα μπλέξαμε;” σκέφτονταν».
Σε αυτές τις συνθήκες, τέλη Μαίου του ‘86 ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ που θα σήμαινε τη δισκογραφική επιστροφή των Motörhead. Μια επιστροφή απ’ τα αζήτητα, όπου με συνοπτικές διαδικασίες είχαν πεταχτεί από τη σύγρονη δισκογραφία, σαν τιμωρία θα’ λεγε κανείς για το ότι κατόρθωσαν – αυτοί, οι λεροί, θορυβώδεις, άμουσοι σπηντάκηδες- τον Ιούλιο του ’81 να έχουν ένα δίσκο τους, και μάλιστα live δίσκο τους, στην κορυφή ολόκληρου βρετανικού τσαρτ.
Έκτοτε, παρ’ ότι οι Motörhead δεν είπαν ποτέ όχι στο να βγουν δρόμο, η πορεία ήταν αδόξως καθοδική, εξαιτίας μιας σειράς από κακές επιλογές management και της αναμενόμενης έντασης που δημιουργεί ανάμεσα σε road rat μούρες animals όπως οι Lemmy, Fast Eddie Clarke και Phil Taylor η υπερκατανάλωση κάθε γνωστού στην ανθρωπότητα χημικού επιταχυντή.
Στο τέλος, έμεινε μόνο ο Lemmy. Ο Eddie έφυγε γιατί δε γούσταρε το Lemmy να χαλβαδιάζει με την WendyO’ Williams κι ο Philthy γιατί «ήθελε να δοκιμάσει να γίνει κανονικός μουσικός». Έτσι κάπως είχε έρθει το νέο αίμα.
Οι δύο κιθαρίστες – που προσσλήφθηκαν κι οι δύο, επειδή ο Lemmy δεν μπορούσε να διαλέξει - και ο δυνατός και έμπειρος ντράμερ –«που είχε βέβαια την παράξενη συνήθεια να θέλει να δείχνει κάπως υπερβολικά συχνά το πουλί του σε κοινή θέα».
Η κυκλοφορία της διπλής συλλογής “No Remorse” το Σεπτέμβριο του ’84, με στιγμές από ολόκληρη τη θορυβώδη πενταετία δισκογραφίας με την Bronze Records έδωσε και το πρώτο δείγμα της νέας γραφής, αυτής με τους δύο κιθαρίστες.
Με κυρίαρχο το “Killed By Death” πανθομολογουμένως εντυπωσιακή. Όμως η Bronze Records, η δισκογραφική που έφτιαξε το ’71 ο παραγωγός των Uriah Heep Gerry Bron, τους τελευταίους μήνες του ’84, ανακοινώνει επίσημα ότι χρεωκοπεί.
Καθώς μπαίνει το ’85, δεν παίζουν πουθενά, ούτε έχουν βρει δισκογραφική εταιρία να τους αναλάβει. Όχι ότι δεν προσπάθησαν. Όμως ποιός να θέλει να χρηματοδοτήσει αυτό το κακόφωνο και εν πολλοίς ξοφλημένο σύνολο, με δικαστικές εκκρεμότητες στην πλάτη και αρχηγό τον «πιο άσχημο άντρα στο ροκ-εν-ρολ»;.
«Η Elektra προσπέρασε. Η MCA αδιαφόρησε. Η Epic μας αγνόησε. Η Chrysalis το ίδιο. Καμία δισκογραφική δεν έδειξε να ενδιαφέρεται στο ελάχιστο, παρά το ότι ο Doug Smithμας προσέφερε στο πιάτο».
Οι μάνατζερ των Motörhead, Doug Smith και Dave Simmons και ξεκινούν μια δικαστική αντιδικία προκειμένου να απελευθερωθούν από το συμβόλαιο με την Bronze, αποκτώντας, αντί για τα οφειλόμενα δικαιώματα από τις πωλήσεις, το δικαίωμα αποκλειστικής διαχείρισης και διάθεσης του καταλόγου όλων των μέχρι τότε δίσκων τους. Στο μεταξύ, ο Lemmy, δε χάνει την ευκαιρία για δημόσιες σχέσεις.
Στις 7 Απριλίου, οι Frankie Goes To Hollywood, που βρίσκονται πολλούς μήνες στην κορυφή των τσαρτ όλου του δυτικού κόσμου με το δίσκο “Welcome To The Pleasure Dome”, γεμίζουν το Hammersmith Odeon. Για encore κρατάνε το πανσεξουαλικό ποπ διαμάντι τους, το “Relax”. Καλούν τον Lemmy ν’ ανέβει. Το σκηνικό είχε επαναληφθεί κάτι μήνες πριν, στη γερμανική τηλεοπτική εκπομπή Musikladen, με το Lemmy, ντυμένο με κοστούμι, να ζαχαρώνει μια δευτεροκλασσάτη ξανθιά στριπτιζέζ και να την παίρνει μαζί του στο τέλος.
«Εκείνο τον καιρό ήταν που γνώρισα το Lemmy. Ήμουν μόλις 17», θυμάται η Samantha Fox, διάσημη στη Βρετανία από τις φωτογραφίες μου ως το κορίτσι της σελίδας 3 στη σκανδαλοθηρική και τεράστιας κυκλοφορίας εφημερίδα “The Sun”. «Βρεθήκαμε σ’ ένα φιλανθρωπικό ραδιοφωνικό event του Capital Radio, ένας διαγωνισμός για λάτρεις του σπαγγέτι. Ήμουν εγώ εναντίον του Lemmy, για το ποιός απ’ τους δυό μας θα φάει πιο γρήγορα το πιάτο του. Είχε πολύ πλάκα και φάνηκε να τα πηγαίνουμε καλά οι δυό μας. Με ρώτησε για την καρριέρα μου σα μοντέλο και για το τί μουσική άκουγα. Του απάντησα ότι, μάλλον, κατά βάθος είμαι μια καταπιεσμένη ρόκερ. Με προσκάλεσε σπίτι του να δοκιμάσουμε να γράψουμε κανένα τραγούδι. Πήγα. Μου έβαλε μια βιντεοκασσέττα με τα τραγούδια των ABBA. Μου είπε ότι του αρέσουν πολύ και απ’ ό,τι κατάλαβα έχει το αυτί να πιάσει ένα καλό ποπ κομμάτι. Μου προσέφερε Jack Daniel’s. Δεν έχω ξαναπιεί κάτι τέτοιο, του είπα. Είμαι κορίτσι που μέχρι spritzer, φθάνω, το πολύ. Ήπιαμε μερικά Jack Daniels και όπως ήταν φυσικό, οι ιδέες άρχισαν να ρέουν. Γράψαμε ένα κομμάτι με τον τίτλο “Beauty And The Beast”. Το φτάσαμε τόσο μακριά, που ανταλλάσσαμε ιδέες και για το βίντεο κλιπ που θα το συνόδευε. Ήταν πολύ εντάξει τύπος».
«Ήμουν φαν της Σαμάνθα από τότε που την είδα στην Sun. Σκεφτήκαμε μήπως κάναμε μια διασκευή του “Love Hurts” μαζί, ένα single. Έκανα κι ένα demo και της το έδωσα να το ακούσει. Όμως τα προγράμματά μας δεν ταίριαζαν και τελικά δεν έγινε τίποτε. Ήταν πολύ γλυκιά, αν και κάπως αποπροσανατολισμένη. Μάνατζερ της ήταν ο πατέρας της, κάτι που είναι κλασσικό λάθος, εγγυημένα σε οδηγεί στην αφάνεια».
Το υπόλοιπο του καλοκαιριού του ’85, ξεκινούν μια περιοδεία στη Σκανδιναυία, 16 εμφανίσεις στη Σουηδία, 7 στη Νορβηγία. Ανάμεσα σε εμφανίσεις που ξεκουφαίνουν το μεθυσμένο από λίτρα τοπικής μπύρας κοινό και αλλεπάλληλα hangover, που τους αναγκάζουν να ξυπνούν αργά και να παίρνουν, αντί για λεωφορεία, ταχύπλοα και να κάνουν ελιγμούς ανάμεσα σε απόκρυμνα φιορδ για να προλάβουν κάθε επόμενη συναυλία, το θηρίο Motörhead καταπίνει μέρες και νύχτες ζωής στο δρόμο, χωρίς όμως ακόμη να μπορεί να συναντήσει την επόμενη δισκογραφική του κρύπτη.
Τότε είναι που ο μάνατζερ Doug Smith βάζει μπρος και ιδρύει την δισκογραφική GWR, ακρωνύμιο της διεύθυνσης όπου στεγάζει την έδρα τόσο της εταιρίας μάνατζμεντ που διοικεί: Great Western Road, αριθμός 15. Τον Νοέμβριο, ενώ όργωναν Αμερική και Καναδά, μαθαίνουν ότι η αντιδικία με την Bronze έχει λάβει αίσιο τέλος. H πρώτη καινούρια παραγωγή της GWR θα είναι ο καινούριος, ο έβδομος, δίσκος των Motörhead.
«Κανείς όμως δε μας είπε να προσέξουμε. Κανείς δε μας προειδοποίησε ότι δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να παραχωρήσουμε τόσο μεγάλες μεγάλες εξουσίες στον μάνατζέρ μας. Μάνατζμεντ και δισκογραφική είχαν μέχρι και την έδρα τους στο ίδιο κτίριο. Να σκεφτείς, η γυναίκα του Doug είχε τον έλεγχο όλου του merchandising της μπάντας. Από t-shirt και κονκάρδες, ως και διαφημιστικές αφίσες. Ήμουνα πάνω από 15 χρόνια στην πιάτσα, κι όμως παρέμενα αδαής για την επιχειρηματική πλευρά του πράγματος».
Με αυτή τη νέα ώθηση, οι Motörhead μπήκαν να ηχογραφήσουν τα έτοιμα και, στην πλειοψηφία τους δοκιμασμένα μπροστά στο κοινό τους, νέα κομμάτια στα Master Rock Studios του Λονδίνο.
«Ο Bill μας ρώτησε αν θέλαμε να δουλέψουμε μαζί του. Ήθελε, είπε, ν’ αποκτήσει μια καινούρια εμπειρία. Από τον Herbie Hancock ως εμάς, βέβαια, είναι κάποιο άλμα. Μπορεί ο τύπος να μοιάζει στον Guy Fawkes (σ.σ. μουσάτος Άγγλος Καθολικιστής που πολέμησε στον ογδοηκονταετή πόλεμο τον 17ο αιώνα), ή τον Michael Moorcock (σ.σ.: επίσης γενειοφόρος Άγγλος συγγραφέας fantasy λογοτεχνίας), να ντύνεται σαν αχθοφόρος των Βρετανικών Σιδηροδρόμων, αλλά είναι εντάξει. Μέσα σε έντεκα μέρες είχαμε τελειώσει».
Αυτά έλεγε ο Lemmy προς τα έξω, στα «μέταλ» έντυπα, με το που ο δίσκος κυκλοφόρησε (9/8/96). Για παράδειγμα, στον αρχισυντάκτη Steve “Krusher” Joule του αγγλικού Κerrang! που μαζί μ’ ένα κιβώτιο μπύρες τον επισκέφθηκε τον Αύγουστο του ’86 στη νοικιασμένη μονοκατοικία όπου είχε καταλύσει στο δυτικό Λονδίνο, κοντά στις όχθες του Τάμεση, ρωτώντας τον ό,τι του κατέβαινε μέσα σ’ ένα σαλόνι γεμάτο μοντέλα τανκς και καταδιωκτικών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον έναν τοίχο του καλυμμένο σχεδόν με αφίσσες της Samantha Fox.
Την αλήθεια, την είπε αρκετά χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία του:

«Όπως αποδείχθηκε, ο Bill Laswell ήταν καλός στο να καταγράφει ήχους, αλλά τουλάχιστον τον δικό μας τον γάμησε στη μίξη άσχημα. Πήρε μαζί του στη Νέα Υόρκη ένα πολύ ανώτερο άλμπουμ, απ’ αυτό που έφερε πίσω, ως δήθεν ολοκληρωμένο. Όταν τον Ιούνιο μαζευτήκαμε, η μπάντα, οι δικοί μας άνθρωποι και οι συνεργάτες του Laswell, για να ακούσουμε το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, η υπεύθυνη επικοινωνίας είχε φέρει μια κάσα σαμπάνιες, για να γιορτάσουμε δεόντως. Ήταν απαίσιο. Ο δίσκος ακουγόταν σκέτη λάσπη. Ας πούμε, υποτίθεται ότι στο “Ain’t My Crime” έπρεπε να υπάρχει μια αρμονία με τέσσερα μέρη, κι αυτός είχε σβήσει τα τρία. Δε θέλω να κουράσω, όμως υπήρχαν πολλά τέτοια ακόμη …highlights. Η κάσα με τις σαμπάνιες έμεινε τελικά κάτω από το τραπέζι, όσο κι αν ο μάνατζερ του Laswell ειχε σταθεί στην πόρτα κι έκανε ότι τη βρίσκει μ’ αυτό που άκουγε. Προσπάθησα να κάνω μια διαφορετική μίξη σε κάποια κομμάτια, όμως ήταν μάταιο. Laswell και Corsaro δεν ήταν καθόλου δεκτικοί. Ποιός είν αυτός ο περίεργος που θα πειράξει “τη δουλειά μας”;».
Ο τίτλος του δίσκου δεν προέρχεται από τη φτηνή μάρκα προφυλακτικών, της εποχής, ούτε από το μηχάνημα μασσάζ κεφαλής σαν αναδευτήριο μίξερ, ούτε, όπως ρωτούσαν τότε τον Lemmy, από το strap-on εξάρτημα της φουτουριστικής κωμωδίας του Woody Allen “The Sleeper” («Ο Υπναράς»).
«Ούτε που έχω δει την ταινία. Ο προσωρινός τίτλος του δίσκου ήταν “Riding With The Driver”, όμως το ομώνυμο κομμάτι ήταν ένα από αυτά που δε μας βγήκε καθόλου καλό μετά την επεξεργασία του Laswell. Έφτιαξα τη λέξη από μόνος μου και ονόμασα έτσι ένα από τα κομμάτια».
Όσο κι αν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν είχε στο μυαλό του, έστω υποσυνείδητα, τουλάχιστον τις δύο πρώτες εκδοχές, το πώς φτιάχτηκε το χαρακτηριστικό εξώφυλλο του δίσκου, επιβεβαιώνει τον Lemmy. Ο περίφημος Joe Petagno, ο άνθρωπος πάνω στην εκτροχιασμένη φαντασία τυο οποίοτυ στηρίχθηκε η καθηλωτικής οπτικής δύναμης γουρουνοκεφαλή, θυμάται:
«Ο Lemmy έμενε τότε σ’ ένα πλωτό σπίτι, που το είχε γεμίσει με πλαστικά μοντέλα τραίνων που έφτιαχνε μόνος του – έκανε συλλογή. Μου λέει, “Joseph, αυτή τη φορά θέλω στο εξώφυλλο ένα γαμημένο τραίνο”. Μου φάνηκε παράξενη ιδέα, αλλά κατά κάποιο τρόπο, την ίδια στιγμή ότι θα λειτουργούσε. Το αρχικό σχέδιο είχε το τραίνο να μπαίνει στην εικόνα κι όχι να βγαίνει απ’ αυτήν, ερχόμενο από την αντίστροφη κατεύθυνση. Δεν του άρεσε. Είχα μεγάλη δυσκολία να φτιάξω το κεφάλι των Motörhead στην μύτη της ατμομηχανής, όμως τελικά τα κατάφερα».
Επομένως, πράγματι, ο αρχικός τίτλος φαίνεται να ήταν “Riding With The Driver”. Ακόμη κι όταν μετά την άδοξη μίξη, ο Lemmy τον άλλαξε, ένα είναι βέβαιο; Ο Petagno είχε φτιάξει ένα αριστουργηματικό εξώφυλλο, μια γεμάτη κίνηση και λύσσα απεικόνιση της ορμής του ροκ-εν-ρολ. Ένα εξώφυλλο που πριν ακούσεις το δίσκο, ισοδυναμούσε με τουλάχιστον δύο πολύ καλά κομμάτια.
Η διαφορά στον ήχο σε σχέση με τα τέσσερα κομμάτια του “No Remorse” είναι αντιληπτή από το πρώτο κιόλας άκουσμα. Οι κιθάρες ακούγονται ξερές, ισοπεδωμένες μαζί με το μπάσο, οι διπλές μπότες του Gill μπροστά, σωστή αμαξοστοιχία, τα πιατίνια ξεκουφαίνουν, τα φωνητικά πιο καθαρά από πριν και ενσιχυμένα από διάφορα, τα σόλο στριμωγμένα στη μίξη, δεν εξέχουν, έρχονται σβήνουν ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά, χωρίς να εισφέρουν παρά ένα μέρος μόνο της προσδοκώμενης διέγερσης.
Από το “Deaf Forever” λείπουν χαμηλές συχνότητες, τo δαιμονισμένο “Mean Machine”, αντί να είναι χωμένο στο τέλος της πρώτης πλευράς, θα έπρεπε να προταχθεί για ν’ απογειώνει, το “Nothing Up My Sleeve” και το “Ain’t My Crime” είναι απογυμνωμένα, σχεδόν punk, το ίδιο και τα “Claw” και “Riding With The Driver”. Παρ’ όλα αυτά, στα αυλάκια του “Orgasmatron” βρίσκονται μερικά από τα αναμφισβήτητα πιο δυνατά κομμάτια της δισκογραφίας τους.
Το “Dr. Rock”, με το οποίο επί χρόνια θα ανοίγουν τις συναυλίες τους, με την ωμή εκκίνηση του δίστιχου που θα ορίσει τη σχέση του με το κοινό : “All right, all right, I hope you sons of bitches ‘ll see the light – You again, you again, I know you got a mental age of ten”.
Το βαρυμεταλλικό διάγγελμα του “Build For Speed” και βέβαια, το τερατώδες, αδυσώπητα τιμωρητικό, ομώνυμο.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Ροή

Joe Bonamassa: "Βreakthrough"

Hall & Oates: "Live at the Apollo"

Seventh Key: H αέναη ομορφιά των... Kansas
