Image
Diamonds & Pearls 06-09-2025

Lynch Mob: Δεύτερη προσπάθεια, διπλή αξία

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 είχε φανεί ότι παρά την επιτυχία των Dokken, η σχέση του τραγουδιστή Don Dokken με τον κιθαρίστα George Lynch ήταν πολύ δυσλειτουργική για να εξασφαλίσει την μακροημέρευση της συνεργασίας τους. Επιπρόσθετα οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του Lynch και οι ρυθμοί της δουλειάς του δεν συμβάδιζαν με αυτές του Dokken. Μετά τη διάλυση της μπάντας, ο Lynch δημιούργησε το καθαρά προσωπικό του μουσικό όχημα, τους Lynch Mob, οι οποίοι συστήθηκαν στο παγκόσμιο κοινό με το επιτυχημένο και πλέον αναγνωρίσιμο σήμερα άλμπουμ τους "Wicked Sensation" (1990).

 Ένα άλμπουμ που ανάβλυζε γάργαρο '80s hard rock και χαρακτηριζόταν από την sleaze φωνή του Oni Logan. Η δεύτερη προσπάθεια των Lynch Mob ήρθε μετά από 1,5 χρόνο, κάπως νωρίτερα από το αναμενόμενο και με τον Logan παραδόξως εκτός μπάντας. Παράδοξος και o τίτλος (για sophomore άλμπουμ), απλά "Lynch Mob". Κι όμως. Η δεύτερη προσπάθεια είναι μακράν πιο ποιοτική από την πρώτη. Ο Lynch περνά σε ποιοτικότερο songwriting και σε μικρές αλλά αισθητές αλλαγές στον ήχο με την βοήθεια του παραγωγού Keith Olsen, τόσο όσο ώστε να δοθεί πιο ώριμος rock ήχος χωρίς να χαθεί η ταυτότητα της μπάντας. Τη νέα αίσθηση υποστηρίζει άψογα ο νέος τραγουδιστής Robert Mason, ένας πολύ πιο επαγγελματίας vocalist και τεχνικά αρτιότερος του Logan που μπορούσε να τραγουδήσει ευρύτερο ρεπερτόριο και να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο και στα live (εκεί που χώλαινε ο προκάτοχος του). Το άλμπουμ ξεκινά δυνατά με το "Jungle of Love" που θυμίζει αρκετά το ύφος του "Wicked Sensation" αλλά με ένα κλίκ πιο γήινη παραγωγή. Το δε σόλο του George Lynch σε ένα "πανηγυρικό" ύφος σε κολλάει στο τοίχο με την πρώτη νότα. Η συνέχεια ανήκει στο μυστηριακό "Tangled in the Web" με τα horns (!) σε ρόλο οδηγού ενός κομματιού με μεθυστικό ρυθμό που παρασέρνει. Το "No Good" είναι μια ατόφια L.A. hard rock κομματάρα για να την απολαμβάνεις σε rock party, που τελειώνει με μια καταπληκτική κορώνα του Mason και μια ‘διαστημική’ νότα από την κιθάρα του Lynch που μόνο αυτός (με κάποιο τρόπο) ξέρει να βγάζει στο studio.

 To "Dream Until Tomorrow" ηρεμεί τα πράγματα με μια όμορφη μελωδία και ένα οργανικό instrumental μέρος που πέρα από την αιθέρια κιθάρα του Lynch διακρίνονται τα drums του παικταρά Mick Brown και το μπάσο του αθόρυβου αλλά δημιουργικού Tony Esposito. Ο Mick Brown δίνει τα διαπιστευτήρια του και στο ‘σοβαρό΄ "Cold is the Heart"  όπως και ο Mason με την "γεμάτη" vocal ερμηνεία του. To "Tie your mother down" είναι πολύ κοντά στην original έκδοση των Queen με διαφορά, που αλλού, στο βιρτουόζικο solo του Lynch. Η μαγεία από τα δάκτυλά του συνεχίζεται στο πιασάρικο riff του AORίζοντος "Heaven is Waiting" με τις όμορφες αρμονίες του chorus. Το δυναμικό "I Want It" κινείται στο πιο παραδοσιακό ύφος του "Wicked Sensation" ενώ το "When Darkness Calls" είναι όνομα και πράγμα, το πιο "σκοτεινό" κομμάτι του άλμπουμ από το οποίο δε λείπει όμως το ισχυρό chorus και φυσικά άλλο ένα καθηλωτικό guitar solo. Το άλμπουμ τελειώνει ιδανικά πλημμυρισμένο από τα riffs και τη μελωδική χροιά του "Secret". Η δεύτερη προσπάθεια των Lynch Mob δεν είχε το "ποσεράδικο" προφίλ του ντεμπούτου ούτε έκανε τον ντόρο του "Wicked Sensation". Ήταν όμως ένα ωριμότερο άλμπουμ με μουσικό βάθος και πιο ψαγμένες συνθέσεις που αντανακλούσε καλύτερα την καλλιτεχνική προσωπικότητα του George Lynch ο οποίος λιγότερο ενδιαφερόταν στη καριέρα του για την εμπορική επιτυχία παρά για την εξερεύνηση των μουσικών οριζόντων του και την καταξίωσή του σα κιθαρίστας. Τελικά τα πέτυχε όλα.

Γιώργος Γεωργακαράκος