
10 χρόνια από το θάνατο του James Horner
Ίσως το όνομα δε σας λέει απολύτως τίποτα, όμως οι ταινίες που ο James Horner έχει ντύσει με τις εκπληκτικές μουσικές του σας λένε ήδη περισσότερα από ότι νομίζετε. Θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα τι ταινίες έχει αναλάβει ο ήρωας του αφιερώματος και για πόσες κινηματογραφικές στιγμές είναι υπεύθυνος. Ένας καλλιτέχνης που είχε το ταλέντο να πατάει εκεί ακριβώς που πονάς – και να σε κάνει να τον ευχαριστείς κι από πάνω.
Δυστυχώς δε προλαβαίνετε να του στείλετε τις ευχαριστίες σας και την εκτίμησή σας μέσα από τις επίσημες σελίδες των media. Ο κύριος Horner μας έχει αφήσει χρόνους εδώ και καιρό μετά από δυστύχημα που είχε με το ιδιωτικό του μονοκινητήριο αεροσκάφος. Δε θα σταθώ για να μετρήσω τις δουλειές, ούτε θα σας αραδιάσω τίτλους από τον απέραντα ικανό ανθρώπο και πολυοργανίστα. Αυτό το αφήνω σε εσάς να το ανακαλύψετε. Μέτρησα όμως δέκα soundtrack από λατρεμένες ταινίες για να σχολιάσω πάντα μέσα από το αυτί ενός ταπεινού ακροατή. Δέκα soundtrack για κάθε χρόνο απουσίας του. Ξεκινώντας χρονολογικά με το:
48 HRS. (1982)
Ο Horner μας μεταφέρει στον κόσμο των αστυνομικών περιπετειών, μέχρι και τα Blaxploitation φιλμ των 70’s (Shaft) με ένα soundtrack που δεν είναι καθόλου του χαρακτήρα του όπως θα αποδειχθεί και στη μετέπειτα πορεία του. Εντούτοις αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ικανότητάς του να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ύφους του κάθε φιλμ που αναλαμβάνει να υπηρετήσει. Αναμφίβολα σημαντικό όπως κάθε πρώιμο βήμα στην καριέρα κάποιου, το “48 HRS.” διαφέρει αισθητά από τις πιο συμφωνικές του συνθέσεις σε μεταγενέστερες ταινίες (βλέπε Braveheart, Titanic κτλ.). Χρησιμοποιώντας όλα τα στοιχεία που ανέδειξαν όπως προείπαμε τη μουσική επένδυση των ανάλογων ταινιών στα 70’s (funk, blues, jazz) σε συνδυασμό με τη τεχνολογία της νέας εποχής (synth) καταφέρνει να παρουσιάσει ένα φρέσκο αποτέλεσμα που όποτε θέλει σφύζει από ρυθμό και ενέργεια και στα σωστά σημεία από αγωνιώδη ατμόσφαιρα, όλα τους κατάλληλα για μια αστυνομική ταινία δράσης με κωμικές αποχρώσεις. Όταν έχεις ένα νεοφερμένο Eddie Murphy σε πρωταγωνιστικό ρόλο, δε περιμένεις και δε θέλεις κάτι διαφορετικό. Ο Horner το σκέφτηκε έξυπνα και βλέποντας ένα φιλμ γυρισμένο σε αστικό περιβάλλον, προσπάθησε να το ενισχύσει ενσωματώνοντας όλες αυτές τις γήινες μουσικές της μαύρης κουλτούρας (R&B, Funk, αυτοσχεδιαστικό jazz) που τις έπαιρνε το αυτί σου, που αλλού, στις φτωχογειτονιές των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων. Μακριά από τις συμφωνικές ελεγείες που μας έχει συνηθίσει, φαίνεται από μακριά ότι και ο ίδιος ο Horner πάλευε να βρει τη μουσική του ταυτότητα. Ωστόσο από νωρίς έδειξε πως μπορεί να κινηθεί άφοβα και μακριά από το επικολυρικό ιδίωμα, αν και το τελευταίο ήταν που τον έκανε πετυχημένο soundtrack-ά. Εν κατακλείδι το “48 HRS.” είναι ο James Horner πριν μεταμορφωθεί στο χολιγουντιανό πριγκιπόπουλο. Εδώ είναι ακόμη στους δρόμους. Βρίσκεται μέσα στα αίματα, τη σκόνη, το λερωμένο πεζοδρόμιο της τσιμεντούπολης.
Gorky Park (1983)
Από τη ζέστη και τα θερμά χρώματα του “48 HRS.”, στο ψύχος και την παγωνιά του “Gorky Park” ένα χρόνο αργότερα. Ρωσικός χειμώνας, όνομα και πράγμα. Βοηθάει και η πολιτικά φορτισμένη πλοκή στην τελευταία ταινία του Λη Μάρβιν. Το ψυχρό, αυταρχικό και καταπιεστικό περιβάλλον της τότε Σοβιετικής Ένωσης αποτυπώνεται με υποδειγματικό τρόπο από τις συνθέσεις του Horner δίχως να παραλείπονται εντόνως διάσπαρτες folk μελωδίες του περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσεται το εξαίσιο κατασκοπευτικό θρίλερ. Το παραδοσιακό ρωσικό μουσικό ιδίωμα υπονοείται σε κάποια σημεία, χωρίς να γίνεται ποτέ καθαρά φολκλορικό. Είναι σαν ο συνθέτης να μιλάει ρώσικα με τον δικό του τρόπο, μια προσπάθεια αποστασιοποίησης της κουλτούρας των “απέναντι” που φαίνεται και στη χρησιμοποίηση της αγγλικής γλώσσας η οποία είναι καθαρή και όχι σπαστή όπως συνηθίζονταν σε τέτοιους είδους ταινίες αμερικάνικης παραγωγής. Σε καμία σκηνή από το “Εγκλημα στο Γκόρκυ Παρκ” (ελληνική μετάφραση) δε νιώθεις καλοδεχούμενος και ο Horner εκμεταλλεύεται ακριβώς αυτό, διεξάγοντας μια καλοστημένη ανάκριση μέσα από νότες. Σε θέματα όπως το “Chase Through the Park” σε παρακολουθεί και σε καταδιώκει σαν ένας κρατικός μηχανισμός, στο “Faceless Bodies” και το “Irina’s Chase” τα synth του σε συνθλίβουν όπως το μέλλον ενός κακομοίρη στις ράγες ενός σιδηροδρόμου κάπου έξω από τη Μόσχα. Σε τελική ανάλυση, το soundtrack του “Gorky Park” δε συνοδεύει έτσι απλά. Είναι μέρος της πλεκτάνης αυτής της τόσο underrated και ξεχασμένης κατασκοπευτικής περιπέτειας.
Krull (1983)
Τον ίδιο ακριβώς χρόνο το σκηνικό αλλάζει 180 μοίρες με το “Krull” να κολυμπάει πιο ελεύθερα στα νερά της μουσικής ευφυίας του Horner. Συμφωνικότητα και ρομαντισμός, δυο στοιχεία που ράντισαν με φήμη και χρήμα τον Horner και υπάρχουν εδώ σε μεγάλες δόσεις παρότι η ταινία απέτυχε να αφήσει το στίγμα της στο box office. Προσωπικά το θυμάμαι σαν χθες και κάποιες σκηνές όπως αυτή της τεράστιας αράχνης με στοιχειώνουν συχνά πυκνά μέχρι και σήμερα!!! Οκ, ηχητικά φέρνει σε John Williams ωστόσο δε μπορείς να παραβλέψεις το ότι ο Horner πριν καν κλείσει τα 30 του έκανε εξαιρετική δουλειά ξυπνώντας από το λήθαργο το ηρωικό βασιλόπουλο μέσα σου. Στο πλάι του η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου σε πλήρη ανάπτυξη: Δραματικά έγχορδα, έντονα πνευστά, μεγαλειώδη κρουστά. Είναι η αισθητική που θα τον συντροφεύσει στο κυριότερο κομμάτι της καριέρας του.
Commando (1985)
Στο “Commando” ξεπερνάμε τα όρια του personal favorite και πηγαίνουμε στο ευρέως αποδεκτό. Τόσο η ταινία όσο και η μουσική του James Horner στο Commando ξεπερνάνε όρους όπως “αριστούργημα” και καταλήγουν στο cult. Υπερβολή, λάμψη, γυαλάδα, γεμάτη από ήχους που σήμερα ίσως σπάνε και τα όρια του κιτς αλλά τότε χτυπούσαν στη καρδιά της εποχής. Όλα τους ουρλιάζουν «1985» με περηφάνια και έπαρση. Το «Commando» εκρήγνυται μέσα από ένα σχεδόν καρτουνίστικο κρεσέντο βίας και η μουσική του Horner το αγκαλιάζει αυτό πλήρως. Αν είσαι μυημένος στον Καλιφορνέζο μαέστρο αμέσως αναγνωρίζεις τα αγαπημένα του σε επίπεδο σήμα κατατεθέν steel drums που τα έχουμε πετύχει και αλλού και εδώ ταιριάζουν με το φυσικό περιβάλλον της άγριας φύσης και του εξωτικού. Μουσική και δράση γίνονται ένα όταν ο Άρνολντ σπάει σβέρκους και πετάει ανθρώπινα σώματα από γκρεμούς. Μπαρουτοκαπνισμένα synthesizers που «πυροβολούν» αδιακρίτως, παραφουσκωμένα σα μυς ηλεκτρικά ντραμς που ξεχειλίζουν από τεστοστερόνη από ένα συνθέτη που το μάτι του γυαλίζει με ένα και μόνο σκοπό: να σου ανεβάσει τους παλμούς, να σου χτυπήσει την αδρεναλίνη στο κόκκινο σα να κάνεις προετοιμασία με τον Τζον Μάτριξ για τη διάσωση της κόρης του.
The Name of the Rose (1986)
Από το ηχητικό ύψος του “Commando” στο βάθος του “The Name of the Rose”. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Umberto Eco η ταινία του Jean-Jacques Annaud με πρωταγωνιστή τον Σων Κόνερι και μια στρατιά αξιοσέβαστων ηθοποιών, σε συγκλονίζει. Ο σεβασμός του Horner φαίνεται στην απόφαση του να κάνει στην άκρη με συνθέσεις διακριτικές σε βαθμό ασκητικό, όπως και η ζωή των διαμενόντων του απομονωμένου μοναστηριού. Η μουσική βυθίζεται και τα χορωδιακά περάσματα που το διακοσμούν, ακούγονται περισσότερο σαν στοιχειωμένοι ψίθυροι σε πέτρινους διαδρόμους απογυμνωμένοι από το λαμπρό χιτώνα ενός θρησκευτικού μεγαλείου. Η υποστρωματική επιλογή του ήχου από τον Horner παίρνει το ρόλο της αχλής μέσα στο αμαρτωλό μοναστήρι δημιουργώντας ή καλύτερα υφαίνοντας μυστήριο. Ο μαέστρος εδώ σου τονίζει πως είσαι μόνος σου στο οπισθοδρομικό σκοτάδι και ό,τι ψάχνεις, καλύτερα να μη το βρεις ποτέ. Γιατί η γνώση σκοτώνει όπως φάνηκε με χαρακτηριστικό τρόπο στην ταινία, ο φανατισμός των παραδομένων - σε μια αρχέγονη τρέλα - ανθρώπων που νομίζουν ότι γνωρίζουν τον Θεό, ζει και βασιλεύει και οι δεκατρείς συνθέσεις που πλέουν σε ambient ωκεανούς το ξέρουν πριν από σένα. Για τους πιο εναλλακτικούς που ψάχνουν μια περιγραφή πριν στρωθούν να ακούσουν, θα έλεγα εάν ο Brian Eno είχε μεγαλώσει σ’ ένα καθολικό μοναστήρι και βασανίζονταν με βαριά κατάθλιψη, με τέτοιες νότες ενδεχομένως θα «ξερνούσε» τον πόνο του.
Aliens (1986)
Η συμφωνική του Λονδίνου συνεργάστηκε μαζί του και το 1986 φέρνοντας χεράκι χεράκι στην επιφάνεια ό,τι εφιάλτη καταπιέζαμε στο ασυνείδητό μας και δε το γνωρίζαμε. “Aliens” λέω και κλαίω από τις αρχές των 90’ς που έκανα το λάθος και το πρωτοείδα. Η δεύτερη ταινία του φημισμένου sci-fi horror franchise δεν είναι γνωστή μόνο για την εικόνα της αλλά και τον ήχο. O “Jamie” (χαϊδευτικό που δε του άρεσε καθόλου) κατάφερε με τη μαεστρία του να παραδώσει ένα από τα πιο πολυσυζητημένα soundtrack όλων των εποχών. Το επίτευγμα έρχεται να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις αν σκεφτείς τις επαληθευμένες φήμες που ήθελα τον σκηνοθέτη (έναν άλλο James, το διαβόητο για την αυστηρότητά του James Cameron) που του έκανε τη ζωή πατίνι και μεγάλωνε όλο και περισσότερο την πίεση με τις συνεχείς σεναριακές αλλαγές. Ανασφάλεια και φόβος να χορεύουν ένα αρμονικό βαλς μαζί με την πολεμική δράση και το επικό feeling. Εξάλλου το Aliens δεν ήταν μόνο διαστημικός τρόμος αλλά και action film. Έχει και τις φουλ ατμοσφαιρικές στιγμές, κάτω από ένα ambient πέπλο για να σε κλειδώσουν μια και καλή στην αφόρητη απομόνωση του διαστήματος. Η παγωμένη “ησυχία” του βασικού θέματος, το “Bad Dreams” που σου φέρνει ίλιγγο με την ψυχολογική ένταση που σου επιβάλλει ή τα “Atmosphere Station” και “Med Lab” δίνουν τη σκυτάλη στην ακουστική μάχη για επιβίωση του δεύτερου μέρους. Αξέχαστη η παιδική ανάμνηση της τεράστιας αφίσας κάπου στο κέντρο της Αθήνας με τη Ρίπλει να έχει αγκαλιά την κόρη της και να κοιτάζουν με δέος και φόβο κάτι. Ούτε στα πιο εφιαλτικά όνειρα δε θα μπορούσα να φανταστώ το συγκεκριμένο “κάτι” που αντίκρισαν. Η μουσική του James Horner δεν προστέθηκε για να «ζαχαρώσει» την κατάσταση. Δε σου έδωσε ήχο. Σου έδωσε φόβο με μορφή ήχου. Ταινία και μουσική δεν υπάρχουν για να τις απολαύσεις αλλά να επιζήσεις απ’ αυτές.
Red Heat (1988)
Φθάσαμε στο 1988 και ο Horner βρέθηκε σε ένα déjà vu ανακατεμένων εικόνων. Ρωσία, Σβάρτζενεγκερ, αστυνομική δράση στις αμερικάνικες λεωφόρους. Σικάγο γίναμε, πες το ψέματα. Η σοβιετική πειθαρχία έρχεται και πάλι να σου καθίσει στο σβέρκο αναμεμιγμένη με τραγούδια που έχεις ακούσει και στο “48 HRS.” Όπως λόγου χάρη το funky σαξοφωνάτο παιχνίδι αλλά σε πιο late 80’s παραγωγή. Δυο διαφορετικοί κόσμοι συγκρούονται, δυο άντρες που αδυνατούν να επικοινωνήσουν αρχικά ο ένας με τον άλλο (Σβαρτζενέγκερ και Μπελούσι) και στη μέση ο Horner που πλάθει ένα διμερές soundtrack τύπου Δόκτορος Τζέκιλ - Μίστερ Χάιντ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η αμήχανη πολιτική κατάσταση ανάμεσα στους δυο βασικούς ψυχροπολεμικούς αντιπάλους, αντικατοπτρίζεται εδώ. Η μια μεριά φοράει ρωσική στολή και σε κοιτάζει με παγωμένο βλέμμα σαν να περιμένει να του πεις τα στοιχεία της ταυτότητάς σου. Το άλλο με χαλαρότητα, είναι έτοιμο να προσφέρει ντόνατς και καφέ πριν σε κλωτσήσει στα αχαμνά για να τα ξεράσεις όλα. Στο “Tailing Kat/The Set Up” σου υπενθυμίζει ποιος υπογράφει τη μουσική με τα γνωστά steel drums του. Η ταινία γνωστή αλλά όχι και η δουλειά του Horner που παρολ’ αυτά είναι ακριβής όπως οι ξανάστροφες που μοιράζει ο Άρνολντ στην αρχή της ταινίας.
Willow (1988)
Κι αν το “Red Heat” δε συγκαταλέγεται στις γνωστές και πετυχημένες στιγμές του Horner, το “Willow” της ίδιας χρονιάς εξελίσσεται σε μεγάλη αγάπη για τον κόσμο και τον ίδιο. Ο άνθρωπος φαίνεται πως γι’ αυτά ζούσε. Στο “Willow” η μουσική του Horner δεν συνοδεύει απλώς την εικόνα.Tην πλάθει. Άκου τα δεκάλεπτα “Elora Danan” και “Tir Asleen” και θα κατανοήσεις το σκεπτικό του Horner, την ενίσχυση του επικού και φανταστικού στοιχείου που θέλει να καταφέρει. Δε λείπουν χορευτικές φολκ αναφορές που αντλούνται από ένα άγνωστο ή και λησμονημένο κόσμο. Ο “Jimbo” όπως χαϊδευτικά τον φώναζαν οι κοντινοί του άνθρωποι πέτυχε να υπογράψει ένα score που δε φοβάται να γίνει λυρικό, δραματικό, μεγαλειώδες και εν τέλει προσωπικό για τον κάθε θεατή που θα παρακολουθήσει ένα από τα ομορφότερα παραμύθια των 80’s. Την ιστορία του κάθε μικρού ανθρώπου, του ταπεινού που αν θέλει, μπορεί να αλλάξει το ρου της ιστορίας.
Honey, I Shrunk The Kids (1989)
Στο “Αγάπη μου συρρίκνωσα τα παιδιά” ο Horner αφυπνίζει τον παιχνιδιάρικο ή και παιδικό του εαυτό. Η παρτιτούρα του μαέστρου από το Λος Άντζελες για μια από τις πιο iconic κωμωδίες της γενιάς μου, συνδυάζει φαντασία, χιούμορ και σασπένς μέσα από ένα καρτουνίστικο πρίσμα, χωρίς όμως να παιδιαρίζει. Θυμήθηκα ασυνείδητα τα Looney Tunes. Άφθονες αλλαγές ρυθμού και γρήγορο τέμπο υπογράφουν τη ξέφρενη κωμωδία/περιπέτεια που ωστόσο περιέχει έναν από τους κινηματογραφικούς θανάτους που «τραυμάτισαν» αθώες παιδικές ψυχές σωρηδόν από τέλη των 80’ς και μετά. Αυτό το μουσικό πείραμα ο Horner το ξεκίνησε δειλά δειλά λίγο νωρίτερα με το “An American Tail” και μετά το “Honey, I shrunk…” το συνέχισε φερ’ειπείν στο “Casper”. Κάπου διάβασα πως η συγκεκριμένη τεχνική ονομάζεται “mickey-mousing” όπου η μουσική μιμείται τη δράση στην οθόνη. Δε θα φοβηθεί την υπερβολή ή το σατιρισμό στον ήχο, νιώθοντας κυριολεκτικά σα παιδί μέσα σε ζαχαροπλαστείο. Επί της ουσίας αντιστρέφει αυτό που εμείς θεωρούμε αυτονόητο: κάνει την εικόνα δουλάκι του ήχου. Το «Honey, I Shrunk the Kids” είναι μια ταινία για ενήλικες που ξέχασαν πώς είναι να τα βλέπεις όλα από το ύψος ενός τοσοδούλη και οι συνθέσεις του Horner είναι το soundtrack του μυαλού σου όταν προσπαθείς να καταλάβεις γιατί όλα δείχνουν τόσο τεράστια όταν εσύ είσαι τοσοδούλης.
The Rocketeer (1990)
Από τα πιο cheesy soundtrack του James Horner, αλλά παραδέχομαι πως με την ταινία είχα κολλήσει για καιρό και οφείλω να ομολογήσω εκ των υστέρων πως θα δε θα είχε τέτοια απήχηση στα γούστα μου αν δεν κολλούσε τόσο ιδανικά με τη μουσική. Ηρωισμός και ρομαντισμός, δυο λέξεις που συγκινούν το αμερικάνικο κοινό. Πρόσθεσε και λίγο από το περιπετειώδες πνεύμα. Κι αν όλο αυτό τους πηγαίνει πίσω στις αθώες ημέρες των ‘30’s, τότε ακόμα καλύτερα. Η νοσταλγία, ο λυρισμός και η συγκινητική ωδή στον κλασσικό κινηματογράφο της εποχής δίνουν πόντους στην ταινία και το soundtrack. Ο Horner τιμά το παρελθόν, τιμάει μια Αμερική που δεν υπάρχει πια και που έχει ήδη αρχίσει να ξεχνιέται. Είναι μια ρουφηξιά καθαρού παρελθοντολογικού οξυγόνου, όχι όμως παρελθοντολολάγνου. Σε απογειώνει σε υψηλά επίπεδα όπως κάνει ο Rocketeer στο φιλμ.
Enemy at the Gates (2001)
Τα 90’ς υπήρξαν θριαμβευτικά για τον μαέστρο μας με συνεργασίες σε θρυλικά φιλμ όπως το «Glory», «Braveheart», το «Ο Τιτανικός» ή ακόμα και το «Οι Θρύλοι του Πάθους». Τα παρακάμπτω προς έκπληξή σας και πάω στο λυκαυγές του μιλένιουμ και το «Εχθρός προ των Πυλών» που πραγματεύεται την αληθινή ιστορία του Σοβιετικού ελεύθερου σκοπευτή Βασίλι Ζάιτσεφ κατά τη διάρκεια της Μάχης του Στάλινγκραντ εναντίον του Γερμανού «συναδέλφου» του Έρβιν Κένιγκ. Η παρουσία της πόλης είναι ένας ξεχωριστός χαρακτήρας, μια επίγεια κόλαση όπου οι ανθρώπινες αξίες συντρίβονται. Οι ήχοι που επιστρατεύει ο Horner άνετα στέκονται δίπλα στο “Aliens” στο σκότος και τον τρόμο. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με φαντασία αλλά με την πραγματικότητα, τη φρίκη του πολέμου. Ο Horner στο “Enemy at…” φοράει μια λεκιασμένη στολή από αίμα και στάχτη ψάχνοντας με τη μουσική του για ψυχές στα ερείπια του Στάλινγκραντ. Το πένθιμο επικρατεί ακόμα και σε κάποιες ρωγμές ελπίδας και ρομαντισμού. Η ηχητική παλέτα θέλει να μεταδώσει τη ματαιότητα, την ψυχική εξαχρείωση, την εξαφάνιση του ηρωισμού μέσα από τη μηχανή βίας των σκοτεινών χρόνων του Β’ Παγκοσμίου. Νιώθω και θέλω να πιστεύω πως είναι αντιπολεμική σκοπεύοντας στη μνήμη των αθώων χαμένων ψυχών από τον όλεθρο και την αδιανόητη βία της ανθρώπινης φύσης. Δεν υπάρχει "πατρίδα" εδώ, δεν υπάρχει "δόξα", ούτε καν νίκη. Έχει φόβο, επιθανάτιους βρόγχους πνιγμένους κάτω από πτώματα και την πτώση του ανθρώπου που κρατάει ένα τουφέκι αλλά έχει ξεχάσει προ πολλού γιατί το κρατάει.
Γιώργος Γράντης
Ροή

10 χρόνια από το θάνατο του James Horner

Van Halen: Επετειακή έκδοση του "Balance"
