
Rocktime Groups
16-08-2024
Η ιστορία των SURVIVOR - Εγχειρίδιο Ροκ Επιβίωσης
του Φώτη Μελέτη
Αν εξαιρέσεις τους ηρωικούς συνειρμούς που φέρνει η περσόνα του Rocky Balboa σε όσους διανύει τα δεύτερα -άντα, η κακομαθημένη και για πολλά χρόνια αδιάβαστη ελληνική ροκ κοινότητα ήξερε μόνο το "Eye Of the Tiger" και έβλεπε αυτό το γκρουπ σαν μια εμπορική υποσημείωση της δεκαετίας του '80.
Πολύ μελωδικοί για να είναι "hard", πολύ αμερικάνοι για να είναι πιστευτοί, όχι και τόσο μπάνικοι για να αποκτήσουν υπολογίσιμο θηλυκό κοινό. Ο χρόνος και η ποιότητα των των τραγουδιών τους όμως επιβίωσαν. Μετά την απροσδόκητη αναχώρηση του Jimi Jamison, οφείλουμε μία λίγο πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία των Survivor...
Ο πυρήνας της hard rock μπάντας που σχηματίστηκε στο Chicago το 1978 δεν απαρτιζόταν από χθεσινούς μουσικούς.
Ο Jim Peterik (11.11.1950) ήταν ο βασικός συνθέτης, τραγουδιστής και lead κιθαρίστας των Ides Of March, που τον Ιούνιο του '70 είχαν φθάσει στο #2 του Billboard με το κλασσικό πλέον "Vehicle" και είχαν περιοδεύσει με Hendrix, Joplin και Zeppelin.
Ο Frankie Sullivan (1.2.1955) είχε μάθει την εξάχορδη στα τέλη των '60s, τριγυρνώντας στα γκαραζ και βοηθώντας να στήσουν τα μικρόφωνα διάφορα γκρουπάκια στα προάστια του Chicago. Από το '76 είχε ήδη φτιάξει και το δικό του σκληρόηχο σχηματάκι, τους "Mariah".
Ο Dave Bickler (31.3.1953), γέννημα θρέμμα του Lisle του Illinois, είχε κι εκείνος γευθεί την επιτυχία με τους Jamestown Massacre (το "Summer Sun" είχε ακουστεί αρκετά το καλοκαίρι του '72).
Το '79, έχοντας παίξει σε κάθε μικρομεσαίο club του Chicago υπό διάφορα προσωρινά ονόματα, το πενταμελές σχήμα εντοπίζεται από τον δαιμόνιο John Kalodner και τους προσφέρεται συμβόλαιο με την Scotti Bros. Είναι η εποχή των Foreigner, των Toto και των REO Speedwagon και ο άξονας κιθάρας/πλήκτρων/φωνής των τριών ψημένων μουσικών μοιάζει αξιόπιστος και μέσα στην εποχή. Όπως θα πει ο Kalodner, τo γκρoυπ θα ονομαστεί Survivor, όχι μόνον στο πρότυπο των μεσουρανούντων τότε Foreigner, αλλά επειδή η ψυχή του γκρουπ Jim Peterik είχε δείξει με την μέχρι τότε πορεία του ότι είναι ακριβώς αυτό. Ένας μάστορας της επιβίωσης στη μουσική σκηνή.
Ο πολύς Ron Nevison (με φρέσκα τα παράσημα από την παραγωγή μεταξύ άλλων στο "Quadrophenia", το "Physical Graffitti", το "Bad Company" και το "Lights Out") αναλαμβάνει την παραγωγή του ντεμπούτου τους, "Survivor", που φθάνει όμως μόλις στο #169 του Billboard τον Απρίλιο του '80. Παρά την κακή εμπορική απόδοση του δίσκου, η ραφιναρισμένη ροκ τραγουδοποιία - με χαρακτηριστικό της μια ευδιάκριτη κιθαριστική γκαζιά παραπάνω απ΄το μέσο fm ροκ της εποχής- είναι φανερή σε κομμάτια όπως τα "Let It Be Now", "As Soon As Love Finds Me", "Nothing Can Shake Me From Your Love" και "Whatever It Takes".
Η συνεργασία Peterik/Sullivan ήταν από την πρώτη στιγμή παραγωγική. Υπήρχε τόσο υλικό, ώστε έμεινε αρκετό έξω απ΄το δίσκο.
Ένα άμεσο ροκ κομμάτι που ο Nevison απέρριψε ως «υπερβολικά southern» ("Rockin' Into The Night"), παραχωρήθηκε στους .38 Special και έφθασε αμέσως στο #43 το Μάρτη του '80. Κακή εκτίμηση. Το δικό τους πρώτο single, "Somewhere In America", μένει στο #70 (3.5.80).
Το γκρουπ υποχρεώνεται να αναδιοργανωθεί. Αρχές του '81 η ρυθμική βάση (οι με jazz/fusion υπόβαθρο Gary Smith και Dennis Keith Johnson) θέλουν να ακολουθήσουν άλλη πορεία και αντικαθίστανται από τους Stephan Ellis (μπάσο) και Eric Droubay (ντραμς).
Στο μεταξύ, ο Jim Peterik υπογράφει και την επόμενη επιτυχία των 38 Special ("Hold On Loosely", US#27, Μάϊος '81) και δίνει άλλο ένα κομμάτι στον Don Felder ("Heavy Metal [Takin' A Ride]"), που μπαίνει στην - cult πλέον σήμερα - ταινία ενηλίκων κινουμένων σχεδίων ("Heavy Metal"), φθάνοντας στο #43. To συγκρότημα, και μόνο επειδή φέρνει χρήμα στη δισκογραφική του εταιρία, αξίζει περισσότερη προσοχή στη δεύτερη προσπάθεια.
Η οποία έρχεται τον Οκτώβριο του '81 με τον τίτλο "Premonition", σε συμπαραγωγή του Peterik (με τον Artie Ripp).
Ξεχωρίζει μακράν το "Poor Man's Son", με το κοφτό ριφ κιθάρας - πιάνου (στη συνταγή του "Jane" των Starship και του "Hold The Line" των Toto) και το αφοπλιστικό βιμπράτο του Bickler ("I'm a poor mans son- Workin' all night long - Got a bad guitar And a simple song - You're a rich man's daughter - Look at what you've done - You went and fell in love - With a poor man's son").
Παρ΄ότι τα υπόλοιπα επτά κομμάτια του άλμπουμ δεν έχουν κάτι ξεχωριστό, το "Poor Man's Son" σπάει για πρώτη φορά το τοπ-40 (US#33, 12.12.1981) και τους βάζει στο χάρτη. Και ενώ το δεύτερο single, το νοσταλγικό "Summer Nights" πασχίζει να διατηρήσει το ενδιαφέρον (US#62, 27.3.82), ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής των Survivor, Tony Scotti, κάπου στο Hollywood, βάζει το "Poor Man's Son" στον 36χρονο ηθοποιό / σκηνοθέτη ονόματι Sylvester Stallone που ψάχνει να μπει στη δεκαετία του '80 με την τρίτη ταινία ενός δικού του franchising που του έχει ήδη αποφέρει δόξα και Όσκαρ. Θα είναι το "Rocky III", η υπεράσπιση των κεκτημένων από το πάλαι ποτέ άσημο μποξέρ από τη Φιολαδέλφεια. Η ιστορία πρέπει να δείχνει μοντέρνο και η μουσική είναι μια βασική ανησυχία του "Sly".
Επειδή δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του "Another One Bites The Dust" των Queen, ζητάει από τον Scotti αν «το συγκρότημά του» θα μπορούσε να γράψει για την ταινία ένα «σύγχρονο» κομμάτι με δυνατό ρυθμό, σαν το "Poor Man's Son". Στο γκρουπ δίνεται μια κόπια της αμοντάριστης ακόμη ταινίας, όπου ο Apollo Creed ντοπάρει ψυχικά τον Rocky λέγοντάς του διαρκώς ότι πρέπει να ξαναβρεί τη «ματιά του τίγρη».
Το αποτέλεσμα έμελλε να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ροκ κομμάτια όλων των εποχών, το "Eye Of The Tiger".
Στις 24 Ιουλίου του '82 εκτοξεύεται στην κορυφή του Billboard, όπου παραμένει για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Δύο εκατομμύρια 45άρια πουλιούνται στις Η.Π.Α. μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και 800.000 ακόμη μέχρι το τέλος της χρονιάς στην Αγγλία.
Ένα ακαταμάχητο τραγούδι, με εσωτερική ένταση και τέτοια οικονομία στη δομή που δεν τολμάς να του αλλάξεις ούτε μουσικό μέτρο στην ερμηνεία ή την εκτέλεση. Ξεκινώντας από την ταινία, την οποία στην ουσία ανέδειξε στις πιο εμπορικές της χρονιάς παγκοσμίως, έγινε σχεδόν αμέσως το συνώνυμο του άκρατου ατομικισμού, «ιδανικού» που το Hollywood αφειδώς διοχέτευε σε όλη την οικουμένη τη δεκαετία του '80.
Ένα macho κομμάτι, για μια εποχή με ξεκάθαρους ρόλους που είχε όμως τέτοια μουσική και στιχουργική δύναμη, ώστε μέσα στα χρόνια έγινε δικαιωματικά το ζωντανό σάουντρακ για τον μαχητή κάθε συγκυρίας.
Ο πυρήνας της hard rock μπάντας που σχηματίστηκε στο Chicago το 1978 δεν απαρτιζόταν από χθεσινούς μουσικούς.
Ο Jim Peterik (11.11.1950) ήταν ο βασικός συνθέτης, τραγουδιστής και lead κιθαρίστας των Ides Of March, που τον Ιούνιο του '70 είχαν φθάσει στο #2 του Billboard με το κλασσικό πλέον "Vehicle" και είχαν περιοδεύσει με Hendrix, Joplin και Zeppelin.
Ο Frankie Sullivan (1.2.1955) είχε μάθει την εξάχορδη στα τέλη των '60s, τριγυρνώντας στα γκαραζ και βοηθώντας να στήσουν τα μικρόφωνα διάφορα γκρουπάκια στα προάστια του Chicago. Από το '76 είχε ήδη φτιάξει και το δικό του σκληρόηχο σχηματάκι, τους "Mariah".
Ο Dave Bickler (31.3.1953), γέννημα θρέμμα του Lisle του Illinois, είχε κι εκείνος γευθεί την επιτυχία με τους Jamestown Massacre (το "Summer Sun" είχε ακουστεί αρκετά το καλοκαίρι του '72).
Το '79, έχοντας παίξει σε κάθε μικρομεσαίο club του Chicago υπό διάφορα προσωρινά ονόματα, το πενταμελές σχήμα εντοπίζεται από τον δαιμόνιο John Kalodner και τους προσφέρεται συμβόλαιο με την Scotti Bros. Είναι η εποχή των Foreigner, των Toto και των REO Speedwagon και ο άξονας κιθάρας/πλήκτρων/φωνής των τριών ψημένων μουσικών μοιάζει αξιόπιστος και μέσα στην εποχή. Όπως θα πει ο Kalodner, τo γκρoυπ θα ονομαστεί Survivor, όχι μόνον στο πρότυπο των μεσουρανούντων τότε Foreigner, αλλά επειδή η ψυχή του γκρουπ Jim Peterik είχε δείξει με την μέχρι τότε πορεία του ότι είναι ακριβώς αυτό. Ένας μάστορας της επιβίωσης στη μουσική σκηνή.
Ο πολύς Ron Nevison (με φρέσκα τα παράσημα από την παραγωγή μεταξύ άλλων στο "Quadrophenia", το "Physical Graffitti", το "Bad Company" και το "Lights Out") αναλαμβάνει την παραγωγή του ντεμπούτου τους, "Survivor", που φθάνει όμως μόλις στο #169 του Billboard τον Απρίλιο του '80. Παρά την κακή εμπορική απόδοση του δίσκου, η ραφιναρισμένη ροκ τραγουδοποιία - με χαρακτηριστικό της μια ευδιάκριτη κιθαριστική γκαζιά παραπάνω απ΄το μέσο fm ροκ της εποχής- είναι φανερή σε κομμάτια όπως τα "Let It Be Now", "As Soon As Love Finds Me", "Nothing Can Shake Me From Your Love" και "Whatever It Takes".
Η συνεργασία Peterik/Sullivan ήταν από την πρώτη στιγμή παραγωγική. Υπήρχε τόσο υλικό, ώστε έμεινε αρκετό έξω απ΄το δίσκο.
Ένα άμεσο ροκ κομμάτι που ο Nevison απέρριψε ως «υπερβολικά southern» ("Rockin' Into The Night"), παραχωρήθηκε στους .38 Special και έφθασε αμέσως στο #43 το Μάρτη του '80. Κακή εκτίμηση. Το δικό τους πρώτο single, "Somewhere In America", μένει στο #70 (3.5.80).
Το γκρουπ υποχρεώνεται να αναδιοργανωθεί. Αρχές του '81 η ρυθμική βάση (οι με jazz/fusion υπόβαθρο Gary Smith και Dennis Keith Johnson) θέλουν να ακολουθήσουν άλλη πορεία και αντικαθίστανται από τους Stephan Ellis (μπάσο) και Eric Droubay (ντραμς).
Στο μεταξύ, ο Jim Peterik υπογράφει και την επόμενη επιτυχία των 38 Special ("Hold On Loosely", US#27, Μάϊος '81) και δίνει άλλο ένα κομμάτι στον Don Felder ("Heavy Metal [Takin' A Ride]"), που μπαίνει στην - cult πλέον σήμερα - ταινία ενηλίκων κινουμένων σχεδίων ("Heavy Metal"), φθάνοντας στο #43. To συγκρότημα, και μόνο επειδή φέρνει χρήμα στη δισκογραφική του εταιρία, αξίζει περισσότερη προσοχή στη δεύτερη προσπάθεια.
Η οποία έρχεται τον Οκτώβριο του '81 με τον τίτλο "Premonition", σε συμπαραγωγή του Peterik (με τον Artie Ripp).
Ξεχωρίζει μακράν το "Poor Man's Son", με το κοφτό ριφ κιθάρας - πιάνου (στη συνταγή του "Jane" των Starship και του "Hold The Line" των Toto) και το αφοπλιστικό βιμπράτο του Bickler ("I'm a poor mans son- Workin' all night long - Got a bad guitar And a simple song - You're a rich man's daughter - Look at what you've done - You went and fell in love - With a poor man's son").
Παρ΄ότι τα υπόλοιπα επτά κομμάτια του άλμπουμ δεν έχουν κάτι ξεχωριστό, το "Poor Man's Son" σπάει για πρώτη φορά το τοπ-40 (US#33, 12.12.1981) και τους βάζει στο χάρτη. Και ενώ το δεύτερο single, το νοσταλγικό "Summer Nights" πασχίζει να διατηρήσει το ενδιαφέρον (US#62, 27.3.82), ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής των Survivor, Tony Scotti, κάπου στο Hollywood, βάζει το "Poor Man's Son" στον 36χρονο ηθοποιό / σκηνοθέτη ονόματι Sylvester Stallone που ψάχνει να μπει στη δεκαετία του '80 με την τρίτη ταινία ενός δικού του franchising που του έχει ήδη αποφέρει δόξα και Όσκαρ. Θα είναι το "Rocky III", η υπεράσπιση των κεκτημένων από το πάλαι ποτέ άσημο μποξέρ από τη Φιολαδέλφεια. Η ιστορία πρέπει να δείχνει μοντέρνο και η μουσική είναι μια βασική ανησυχία του "Sly".
Επειδή δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του "Another One Bites The Dust" των Queen, ζητάει από τον Scotti αν «το συγκρότημά του» θα μπορούσε να γράψει για την ταινία ένα «σύγχρονο» κομμάτι με δυνατό ρυθμό, σαν το "Poor Man's Son". Στο γκρουπ δίνεται μια κόπια της αμοντάριστης ακόμη ταινίας, όπου ο Apollo Creed ντοπάρει ψυχικά τον Rocky λέγοντάς του διαρκώς ότι πρέπει να ξαναβρεί τη «ματιά του τίγρη».
Το αποτέλεσμα έμελλε να είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ροκ κομμάτια όλων των εποχών, το "Eye Of The Tiger".
Στις 24 Ιουλίου του '82 εκτοξεύεται στην κορυφή του Billboard, όπου παραμένει για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Δύο εκατομμύρια 45άρια πουλιούνται στις Η.Π.Α. μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και 800.000 ακόμη μέχρι το τέλος της χρονιάς στην Αγγλία.
Ένα ακαταμάχητο τραγούδι, με εσωτερική ένταση και τέτοια οικονομία στη δομή που δεν τολμάς να του αλλάξεις ούτε μουσικό μέτρο στην ερμηνεία ή την εκτέλεση. Ξεκινώντας από την ταινία, την οποία στην ουσία ανέδειξε στις πιο εμπορικές της χρονιάς παγκοσμίως, έγινε σχεδόν αμέσως το συνώνυμο του άκρατου ατομικισμού, «ιδανικού» που το Hollywood αφειδώς διοχέτευε σε όλη την οικουμένη τη δεκαετία του '80.
Ένα macho κομμάτι, για μια εποχή με ξεκάθαρους ρόλους που είχε όμως τέτοια μουσική και στιχουργική δύναμη, ώστε μέσα στα χρόνια έγινε δικαιωματικά το ζωντανό σάουντρακ για τον μαχητή κάθε συγκυρίας.
Το βίντεο κλιπ του κάνει μόδα τον μπερέ, τα πέτσινα παντελόνια (Bickler), τα γυαλιά - πατομπούκαλα (Peterik), τις δερμάτινες άσπρες γραββάτες (Stephan Ellis), ενώ το περπάτημα της μπάντας ώμο με ώμο σα συμμορία κάτω από τα φώτα της πόλης (για να καταλήξει να παίζει το κομμάτι με μια αποθήκη) ορίζει για τα επόμενα χρόνια τo attitude άπειρων συγκροτημάτων από την Αλάσκα μέχρι τη Γη του Πυρός.