Image
Άρθρα 28-04-2025

Warren Zevon: Sentimental Hygiene, δια βίου

Το κομμάτι με το αλύχτημα του λύκου στο ρεφραίν το πρωτάκουσα Άνοιξη του ’87 στο «Χρώμα του Χρήματος» του Σκορτσέζε: Η σκηνή με τον Τομ Κρουζ να ξεπαστρεύει τον αντίπαλό του με τη στέκα πάνω απ’ την πράσινη τσόχα, χορεύοντας με την αυταρέσκεια του δεξιοτέχνη μπιλιαρδόβιου κωλοπαιδαρά (“…I saw a werewolf drinking pina colada at Trader Vic’s – His hair was perfect”) δεν σου φεύγει κι εύκολα απ’ το μυαλό.

Στο τεύχος Οκτωβρίου του «ΠΟΠ & ΡΟΚ» μια δισέλιδη αναφορά στο συνθέτη και τραγουδιστή του “Werewolves Of London”, κάπως βεβιασμένα μεταφρασμένη, μ’ έβαλε για πρώτη φορά στον κόσμο του Warren Zevon. O καινούριος του δίσκος, με τίτλο “Sentimental Hygiene” είχε κυκλοφορήσει ένα μήνα πριν και το ομώνυμο κομμάτι – και πρώτο single – είχε ακουστεί από την εκπομπή του Πετρίδη, ένα απόγευμα καθημερινής, πάνω που είχαν αρχίσει τα σχολεία.

 

 

 


Γεννημένος στις 24 Ιανουαρίου του ’47 στο Σικάγο και μεγαλωμένος στην Καλιφόρνια, ο Zevon, γιος ρωσοεβραίου μετανάστη που εξελίχθηκε στο Los Angeles σε δεξί χέρι του μεγαλονονού της μαφίας και μητέρας από οικογένεια μορμόνων με αγγλική ρίζα, ξεκίνησε νωρίς να σπουδάζει «μοντέρνα» κλασσική μουσική. Διέκοψε στα 16, όταν οι γονείς του χώρισαν και κείνος παράτησε το σχολείο και έφυγε απ΄το L.A. για τη Νέα Υόρκη, σκοπεύοντας να γίνει τραγουδιστής της φολκ. Εργάστηκε για χρόνια σαν σέσσιον μουσικός, φτιάχνοντας συγχρόνως jingle για το ραδιόφωνο και συνθέτοντας τραγούδια για καλλιτέχνες που δισκογραφούσαν. Μια από τις πρώτες του συνθέσεις, ελαφρώς διασκευασμένη, μπήκε στο soundtrack της ταινίας “Καουμπόϋ του Μεσονυκτίου” του Τζων Σλέσιντζερ (’69, με Γιον Βόϊτ και Ντάστιν Χόφμαν) που βραβεύτηκε με 3 Όσκαρ. Συγχρόνως, κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο, “Wanted Dead Or Alive”, που περνά απαρατήρητος.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, όταν στην Καλιφόρνια αρχίζει να αναδεικνύεται ο χαλαρός ήχος των Eagles, έχει ήδη φτιάξει καλό όνομα μεταξύ μουσικών και τραγουδοποιών στη δυτική ακτή και γι’ αυτό βρίσκεται να δουλεύει σαν πιανίστας, ενορχηστρωτής και μέλος της μπάντας περιοδειών των Everly Brothers.
Όταν Don και Everly το διαλύουν κι αποφασίζουν ν΄ακολουθήσουν ξεχωριστή σόλο καρριέρα ο καθένας, περιοδεύει και ηχογραφεί και με τους δύο. Aπογοητευμένος από τα πενιχρά έσοδα, αποσύρεται σ’ ένα χωριό για μερικούς μήνες έξω από τη Βαρκελώνη, όπου ζει σαν πλανόδιος μουσικός, μη σταματώντας να γράφει και να δουλεύει δικά του τραγούδια. Επιστρέφει στο L.A. τον Σεπτέμβριο του ’75, συγκατοικεί με τη Stevie Nicks και τον Lindsay Buckingham που τότε μόλις είχαν ενταχθεί στους Fleetwood Mac και γίνεται φίλος με τον φολκ-ροκ τραγουδοποιό Jackson Browne. Αυτος τον πείθει ότι έχει στα χέρια του το υλικό που χρειάζεται για να ξαναμπεί στη δισκογραφία, γίνεται μάλιστα το ’76 παραγωγός του δεύτερου άλμπουμ του Zevon, με τίτλο το όνομά του, στο οποίο συμμετέχουν μέλη των Fleetwood Mac και των Eagles. Παρά τις ελάχιστες πωλήσεις, το στυλ του, ένα προσωπικό κράμα από country, folk και δυνατού ροκ ν’ ρολ στο οποίο κυριαρχεί το μαύρο χιούμορ, η ανατροπή και η καυστική σάτιρα κυρίως σε πρότυπα και ιδεοληψίες δεμένες με το αμερικάνικο όνειρο, γίνεται γρήγορα αναγνωρίσιμο.
Με τα κομμάτια του γραμμένα κυρίως στο πιάνο, πλαισιωμένος από ικανότατους μουσικούς όπως ο Waddy Wachtel και ο David Lindley στις κιθάρες και με στίχο να αντανακλά την οξύτητα της πρώτης περιόδου του ηλεκτρικού Dylan και το ροκ πείσμα του Neil Young, ο Zevon, με τον επόμενο δίσκο του, το “Excitable Boy” του ΄78 (US#8, Απρίλιος ’78) συγκαταλέγεται στους πιο ιδιαίτερους συνθέτες – τραγουδιστές της δεκαετίας του ’70. Πέρα από το “Werewolves Of London” (US#21, 13/5/78), που με το απατηλά ενθουσιώδες πιανάκι του καταφέρει να φέρει στο Νο 21 του Billboard μια αστεία μεταφορά για το πώς είναι να ξεχωρίζει κανείς στο πλήθος, υπό τη φθονερή, φοβική ματιά της σιωπηρής πλειοψηφίας, ο δίσκος περιέχει το ομώνυμο κομμάτι: ένα ανατριχιαστικά χαρωπό αφήγημα για τη δολοφονική μανία που καταλαμβάνει έναν έφηβο στο χορό του σχολείου.
Δίπλα σε δηλητηριώδη κομμάτια όπως τα “Lawyers, Guns And Money” (για το πώς κινείται το χρήμα) και “Roland, The Headless Thomson Gunner” (για έναν ανελέητο λευκό μισθοφόρο που τον ξεκάνει ένας συμπολεμιστής του με εντολή της CIA) αντίβαρο μια πικρή ερωτική μπαλάντα με τίτλο “Accidentally Like A Martyr”. Όλα τους δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ έκτοτε από το σετ των ζωντανών του εμφανίσεων.

 

 

 


Η αυγή της νέας δεκαετίας τον βρίσκει περιοδεύοντα, σε διαρκή ζήτηση, επιρρεπή στην ασωτία, όσο και στάσιμο από πλευράς πωλήσεων. Το “Bad Luck Streak In Dancing School” (US#20, Μάρτιος ’80), το live “Stand In The Fire” (US#80 Ιανουάριος ’82) και το “The Envoy” (US#93, Αύγουστος ’82), παρά το εκλεκτό περιεχόμενο, τις έξυπνες ενορχηστρώσεις &ka