
Dire Straits: “Brothers In Arms”
Από τον Σεπτέμβριο του 1979 που έγιναν για πρώτη φορά εξώφυλλο στο «ΠΟΠ & ΡΟΚ», οι Dire Straits άσκησαν και συνέχισαν να ασκούν μια αμείωτη γοητεία στο ελληνικό κοινό. Διέσωζαν και πρόσφεραν στην μεταπολιτευτική νεολαία τον απόηχο από κοσμοϊστορικές μουσικές που ήταν καταδικασμένη λόγω ηλικίας, κοινωνικής υπανάπτυξης και ιστορικοπολιτικής συγκυρίας να μην προλάβει σε πρώτο χρόνο. Στα μάτια και τα αυτιά του ελληνικού κοινού, τουλάχιστον εκείνης της μερίδας της γοητευμένης με την «ξένη» μουσική, που αποζητούσε με αγωνία να αποστεί από νεοκυματικές κλάψες, έντεχνες φλυαρίες και από το τρίπτυχο Πάριος – Νταλάρας – Αλεξίου (ο δε Παπακωνσταντίνου αφορούσε κυρίως όσους κοίταζαν προς το ροκ, αλλά «μπερδεύνταν» με τον αγγλικό στίχο), οι Dire Straits αποτέλεσαν μια από τις κύριες διεξόδους.
Με εκλεπτυσμένο, χωρίς εύκολες εξάρσεις ήχο, που δεν μπορούσαν να τον οικειοποιηθούν ούτε τα «φρικιά», ούτε οι ντισκόβιοι, ούτε οι new-waveάδες. Με μπροστάρη έναν κιθαρίστα συνήθως απορροφημένο απ’ την ίδια του την ταστιέρα, με τη μπαντάνα να κρύβει το αραιοκατοικημένο του κρανίο και κείνον να δανείζεται μουρμουρητό Dylan και να παίζει με τα δάχτυλα (κι όχι με πένα) σόλα σα γκαζωμένες φωτοτυπίες από J.J. Cale.
Μετά το βαρύθυμα πειραματικό “Love Over Gold” του ’82 και το χορταστικό -αλλά κάπως ρετρό με τις πλατιάζουσες εκτελέσεις του- “Alchemy Live” του ’84, ο Mark Knopfler είχε ήδη ετοιμάσει και προβάρει κομμάτια για το επόμενο άλμπουμ, στα στούντιο του Montserrat στην Καραϊβική, μεταξύ Νοεμβρίου ’84 και Μαρτίου ’85, εξ ου και σ΄ όλες τις φωτογραφίες οι έξι αγγλάρες είναι όλο χαμόγελα και τροπικό μαύρισμα. Η παραγωγή πιστώθηκε στον ίδιο τον Mark Knopfler και τον Neil Dorfsman, πιστό του συνεργάτη απ΄το ’82 και μετά. Αντίθετα μ΄ ότι θα πίστευε η πλειοψηφία των ακροατών που είχε εμπλακεί με τον ήχο των Dire Straits χάρις κυρίως στον «παραδοσιακό» blues ήχο της κιθάρας του ίδιου του αρχηγού τους, ο Knopfler πάντα αναζητούσε να πετύχει την ιδανική ηχογράφηση, ήταν δεκτικός στην ψηφιακή τεχνολογία και πάντα έτοιμος να ξοδέψει αφειδώς για να έχει διαθέσιμο τον ακριβέστερο και ακριβότερο στουντιακό εξοπλισμό.

To άλμπουμ είναι από τα πρώτα που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου στο –state of the art- 24κάναλο ψηφιακό κασσετόφωνο της Sony. Η στρατηγική ταύτιση του «νέου άλμπουμ» του πιο κλασσικόηχου σχήματος των ‘80s με το νέο ηχητικό μέσο, το cd, είχε διπλή στόχευση: τόσο το πορτοφόλι των γιάπηδων που ήθελαν τον «αξεπέραστο» ήχο, όσο και το ώριμο κοινό των ‘70s, που είχε πια σταθερή δουλειά και μπορούσε να ξοδέψει. Και πράγματι, η ιστορία έγραψε ότι ήταν το πρώτο μουσικό έργο του οποίου η έκδοση σε cd ξεπέρασε τα άλλα δύο παραδοσιακά format κυκλοφορίας. Ολόκληρη Philips σπονσοράρισε την διάρκειας ενός έτους περιοδεία που σχεδιάστηκε για την προώθιηση του άλμπουμ. Μόστραρε στην έντυπη διαφήμιση το -ακόμη τότε εξωτικό στο μάτι- μικρό ασημένιο δίσκο με την τρύπα στη μέση να ενώνεται με μια ακτίνα λέϊζερ με το στέρεο, δημιουργώντας παραισθήσεις εξωγήινου ήχου σ’ όσους άκουγαν ακόμη κασσέτες «εταιρίας».

Το μεγάλο όπλο γι΄αυτή τη μεταμόρφωση ήταν βέβαια το μουσικό περιεχόμενο. Ο Knopfler παρουσίασε μια συλλογή τραγουδιών που σημάδεψε την εποχή της, καθώς και τα εννέα είναι ικανά και αυτάρκη να κερδίζουν τον ακροατή για διάφορους λόγους. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην δισκογραφία τους, οι μελωδίες είναι σαφείς και κατασταλαγμένες, παρά την ποικιλία του υλικού : Ροκ της εποχής (“Money For Nothing”, που προέκυψε έτσι τσιτωμένο από ατύχημα στην ηχογράφηση, καθώς ο Κnopfler προσπαθούσε να αντιγράψει τον φαζαριστό ήχο των ΖΖ Τοp που έκανε το κοινό του MTV να λιγώνεται), εκμοντερνισμένο αμερικάνικο boogie (“Walk Of Life”, που παρά λίγο να μείνει έξω από το άλμπουμ, ως υπερβολικά «εξωστρεφές»), βρεττανικό κιθαριστικό blues (“Brothers In Arms”, “One World”), ηλεκτρική folk (“The Man’s Too Strong”), ‘60s μελωδία στη φλέβα των -αγαπημένων του Knopfler- Everly Brothers (“Why Worry”), ακόμη και ελκυστικά νοτιοαμερικάνικα (“Ride Across The River”) ή jazz (“Your Latest Trick”) περάσματα.
Το στιχουργικό περιεχόμενο γέρνει προς το αντιπολεμικό (σχεδόν ολόκληρη η δεύτερη πλευρά περιστρέφεται γύρω απ΄αυτό το θέμα, με κέντρο βάρους το ομώνυμο κομμάτι, γραμμένο από τον Knopfler την εποχή του πολέμου των Φώκλαντς), αλλά οι up tempo περισπασμοί (“Money For Nothing”, “Walk Of Life”, “One World”) ισορροπούν το τελικό άκουσμα μαεστρικά.
Ροή

Pretty Maids: Η λάμψη του "Future World"

Dire Straits: “Brothers In Arms”
