Image
Παρουσιάσεις 06-06-2017

Talking Heads: “Stop Making Sense”

Οι Talking Heads, το περίφημο συγκρότημα της underground νεοϋρκέζικης μουσικής σκηνής, πάντα μου άρεσε just because, κατά κάποιον τρόπο βρισκόμασταν στο ίδιο μήκος κύματος και με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία αναρριχούνταν μεθοδικά στη λίστα των προτιμήσεών μου.

 Ίσως να έχει να κάνει με τον πιο πειραγμένο, εγκεφαλικό new wave ήχο ever, ίσως με τις θεματικές των κομματιών που τις διαπνέει μια δόση πληγωμένης ειρωνείας, ίσως με τις ιδιοφυώς απλές, σε γρήγορο ρυθμό μελωδίες, ασυνήθιστα μονότονες και ταυτόχρονα εθιστικές, με αλλόκοτα ρεφρέν, ίσως πάλι με το θεατρικό, extravagant, «παράλογο» στυλ του David Byrne.

Αφήνοντας στην άκρη συνηθισμένα στερεότυπα και κρατώντας πάντα μία καινοτόμα στάση απέναντι στα πράματα πειραματίστηκαν με διάφορα μουσικά είδη, ρίσκαραν και τελικά πέτυχαν να περάσουν τις ιδέες τους και στο κοινό, ανάγοντας το γκρουπ σε υπολογίσιμη μουσική δύναμη και σε ένα από τα πιο επιδραστικά σχήματα όλων των εποχών. Στα πρώτα τους βήματα, υπό την καταλυτική καθοδήγηση του ambient γκουρού Brian Eno και ξεκινώντας από μια δική τους αντίληψη για τη διασκέδαση την οποία ήθελαν να μετουσιώσουν σε κοινή εμπειρία, πήραν ως βάση την ανερχόμενη στα τέλη των ΄70’s new wave, την ανάμιξαν με funk και latin ρυθμούς και μαζί με κάτι από το πνεύμα της «μαύρης» μουσικής, στοιχεία αφρικανικής ροκ και λίγη κλασική ροκ, έφτιαξαν ένα χαρακτηριστικά δικό τους, περιπετειώδες, χορευτικό μουσικό είδος αρτ ροκ, παράξενα ενδιαφέρον και πάντως διαχρονικότατο,. Αυτό ήταν το στυλ που τους εκπροσωπούσε στα ΄80’s. Αργότερα, όταν η new wave δεν ήταν τόσο δημοφιλής πια, οι Talking Heads ενσωμάτωσαν με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο περισσότερες ποπ αναφορές και ηλεκτρονικούς ήχους στις συνθέσεις τους χωρίς να αλλοιώσουν την ταυτότητά τους.

Η ευρεία κριτική αποδοχή του συγκροτήματος από το ντεμπούτο τους το 1977 με το “Talking Heads: 77”,   συνέπεσε με την αναγνώρισή του και από το ευρύτερο κοινό τo 1983, όταν το “Burning Down The House” από το πέμπτο στούντιο άλμπουμ “Speaking in Tongues”, προωθούμενο μέσα από τη συχνή προβολή του promotional video στο MTV, κατάφερε να φτάσει στη # Νο 15 του αμερικανικού τοπ 10. Η εμπορική αυτή επιτυχία έδωσε το έναυσμα στους Talking Heads να βγoυν σε περιοδεία, που αναδείχθηκε στη πιο σημαντική και φιλόδοξη live προσπάθεια που έχει να επιδείξει. Με το καθιερωμένο βασικό κουαρτέτο (τον τραγουδιστή – κιθαρίστα David Byrne, τον ντράμερ Chris Ftantz, τον κημπορντίστα Jerry Harrison και τη μπασίστρια Tina Weymouth) και με ενισχυμένο line up σε κρουστά, κήμπορντς, κιθάρα και φωνητικά τα ήδη γνωστά κομμάτια του υπαγορεύτηκαν από μία νέα, πιο ώριμη λογική.
Οι τρεις συνεχόμενες εμφανίσεις τους στο Pantage Theatre του Hollywood τον Δεκέμβριο του 1983, μαγνητοσκοπήθηκαν από την κάμερα του σκηνοθέτη και μελλοντικoύ κατόχου Όσκαρ Jonathan Demme («Η σιωπή των αμνών», “Philadelphia) και αποτέλεσαν το υλικό ενός αρχέτυπου concert movie με τον τίτλο “Stop Making Sense”, από στίχο του “Girlfriend is better” που αποτύπωσε τα σχετικώς δρώμενα κατά τρόπο που θυμίζει ντοκιμαντέρ με τις σκηνές να αποδίδονται real time, αρετουσάριστες και αμοντάριστες. Επρόκειτο για το πρώτο rock movie στην ιστορία του σινεμά στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά ψηφιακές ακουστικές τεχνικές. Το φιλμ όπου κι αν προβλήθηκε είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Οι θεατές, ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, γρήγορα σηκώνονταν από τις θέσεις του και τα έδιναν όλα σαν να βρίσκονταν στη συναυλία. 

 

Οι Talking Heads εδώ βαδίζουν σε γνώριμα μονοπάτια, καθώς οι συναυλίες είναι το φόρτε τους, μια μόνιμα αγαπημένη τους συνήθεια. Λειτουργώντας κατά πολύ ενστικτωδώς, έχοντας έναν εξωπραγματικό frontman και μια ομάδα να παρέχει τις απαραίτητες groove συνθήκες έφτιαχναν live βγαλμένα από καλολαδωμένη μηχανή, απίστευτης ενέργειας και αισθητικής.
Η σκηνική παρουσία ειδικά του David Byrne τίποτα λιγότερο από μυθική. Φαινομενικά σοβαροφανής, καταφεύγοντας σε ένα υπερμέγεθες κουστούμι ως «στολή εργασίας», αναμαλλιασμένος και αλαφιασμένος, ερμηνεύει λιγάκι υπεράνω, λιγάκι και σαν μας κοροϊδεύει κατά βάθος όλους και βγάζοντας τελικά την εκκεντρική περσόνα ενός διαφορετικού, αντισυμβατικού ροκά που δεν φαίνεται να παίρνει τίποτα στα σοβαρά και προπάντων τον εαυτό του. Ως καλλιτέχνης γνήσιας κοπής, παραδίδει μαθήματα θεατρικής ερμηνείας με εκείνον τον απίθανο χορό κοτόπουλου ή την κίνηση σαν τον έχει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα ή το τρέξιμο ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου, που σε μια στιγμή βάζει κάτω χιλιοπροβαρισμένες στον καθρέφτη κινήσεις συναδέλφων τ&omicron